-
21 τανύ-πεπλος
τανύ-πεπλος, mit od. in langem Oberkleide, Gewande; bei Hom. Beiwort vornehmer Frauen, wie ἑλκεσίπεπλος; Ἑλένη, Il. 3, 228 Od. 15, 171; Θέτις, Il. 18, 385, u. sonst, wie Hes.
-
22 τανύ-πους
-
23 τανύ-πλευρος
τανύ-πλευρος, mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).
-
24 τανύ-πλεκτος
τανύ-πλεκτος, lang geflochten; τανυπλέκτων ἀπὸ μιτρᾶν ἐκρεμάσαντο, Aristodie. 1 (VII, 473); ἕρκος, Opp. Hal. 1, 33.
-
25 τανύ-στροφος
τανύ-στροφος, lang gedehnt, weit geschwungen, σφενδόνη, Euseb.
-
26 τανύ-σφυρος
τανύ-σφυρος, mit gestreckten, langen, dünnen Knöcheln od. schlanksüßig; ϑυγάτηρ, παῖς, H. h. Cer. 2. 77, Ὠκεανῖναι, Hes. Th. 364, vgl. Sc. 35; Simmi. ov.
-
27 τανύ-σκιος
τανύ-σκιος, mit langgestrecktem, weitem Schatten, Opp. Cyn. 4, 356.
-
28 τανύ-τριχος
τανύ-τριχος, = τανύϑριξ, Opp. Cyn. 1, 186.
-
29 τανύ-φυλλος
τανύ-φυλλος, mit gestreckten, langen Blättern, ἐλαίη, Od. 13, 102. 346, vgl. 23, 190. – Die Blätter weit ausbreitend, dichtbelaubt, ὄρος, Theocr. 25, 221, wie Nicias 8 (VII, 200).
-
30 τανύ-φθογγος
τανύ-φθογγος, weithin, laut tönend; Qu. Sm. 11, 110, γέρανος.
-
31 τανύ-φλοιος
τανύ-φλοιος, eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, κράνεια, Il. 16, 767; αἴγειρος, Soph. frg. 692; ἐλάτη, Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.
-
32 τανύ-κραιρος
τανύ-κραιρος, mit langgestreckten Hörnern; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 191; ταῦρος, Agath. 27 (VI, 74); Nonn. D. 8, 22; ἀκωκή, 11, 270.
-
33 τανύ-κνημος
τανύ-κνημος, = Vorigem, Nonn. D. 36, 188, ἐλέφαντες.
-
34 τανύ-γλωσσος
τανύ-γλωσσος, mit langer oder ausgestreckter Zunge, κορῶναι, Od. 5, 66.
-
35 τανύ-γληνος
τανύ-γληνος, weit-, großäugig, ταῠρος, Nonn. D. 43, 41.
-
36 τανύ-δρομος
τανύ-δρομος, den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.
-
37 τανύ-μετρος
τανύ-μετρος, von langem Maaße, lang gemessen, Paul. Sil. ambo 49.
-
38 τανύ-θριξ
-
39 τανυηχής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυηχής
-
40 τανυπτέρυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυπτέρυξ
См. также в других словарях:
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] … Dictionary of Greek
ταναύπους — και τανύπους και τανάFπους, οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ πους (αντί *ταναόπους) < ταναός* «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, αυ αντί αο , που… … Dictionary of Greek
Echter Streckrüssler — auf Feldweg Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung … Deutsch Wikipedia
ευπτέρυγος — εὐπτέρυγος, ον (ΑΜ) με ωραία ή γρήγορα φτερά αρχ. (για πλοίο) ταχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερυγος (< πτέρυξ), πρβλ. τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
ισόκραιρος — ἰσόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό κραιρος, τανύ κραιρος] … Dictionary of Greek
καλλίπρεπνος — καλλίπρεπνος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίο κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καλλίπρεπνος με αφομοίωση αντί *καλλί πρεμνος < καλλ(ι) * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. πολύ πρεμνος, τανύ πρεμνος] … Dictionary of Greek
λειόφλοιος — α, ο (Α λειόφλοιος, ον) αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξί φλοιος, τανύ φλοιος] … Dictionary of Greek
λεπτόσφυρος — λεπτόσφυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτά σφυρά, λεπτούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, τανύ σφυρος] … Dictionary of Greek