Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύν-οφρυς

См. также в других словарях:

  • κάτοφρυς — κάτοφρυς, όφρυος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κατεβασμένα τα φρύδια, συνοφρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. έν οφρυς, σύν οφρυς] …   Dictionary of Greek

  • σύνοφρυς — υ, ΝΜΑ, και συνόφρυς Α σκυθρωπός, κατσούφης αρχ. αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια στη μέση τού μετώπου, που έχει πυκνά φρύδια («κἤμ ἐκ τῷ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῑσα τὰς δαμάλας», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀφρύς«φρύδι»] …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • συνδιανεύω — Α 1. (κυρίως για πολεμικές μηχανές) περιστρέφω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. κάνω νεύματα ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὰς ὀφρῡς συνάγειν καὶ συνδιανεύειν τῷ προσώπῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διανεύω «κάνω νεύματα, γνέφω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»