-
1 φρύδι
το бровь -
2 φρύδι
[фриди] ουσ ο бровь. -
3 φρύδι
la cella -
4 φρύδι
(uçurum) kenar -
5 φρύδι
sourcil -
6 φρύδι
obočí -
7 φρύδι
1) brow2) eyebrowΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φρύδι
-
8 ὀφρῦς
ὀφρῦς, - ύοςGrammatical information: f., most plur.Meaning: `the eyebrows', metaph. `elevated edge, brow of a hill' (Il.; details on the inflexion Schwyzer 571 β).Compounds: As 2. member a.o. in σύν-οφρυς `with grown together eyebrows' (Arist.).Derivatives: ὀφρύ-διον n. dimin. (H. s. ἐπισκύνιον, Theognost.), NGr. ( ὀ)φρύδι; ὀφρύη, -α `elevation' (Hdt., Argos) like ἰχθύ-η, -α a.o. (Schwyzer 463); - όεις `situated on an edge, terraced' (Χ 411; Bowra JHSt. 80, 18f.), - ώδης `protrusive' (Gal.). Denom. verbs: 1. ὀφρυ-όομαι `to be haughty' (Timo, Luc.) with - ωσις f. `elevation, edge' (Paul. Aeg.), older συν-οφρυόομαι `to knit one's brows' (S., E.); κατ- ὀφρῦς in κατωφρυωμένος `to be provided with brows' (Philestr. VA, Luc.); 2. - άζω `to beckon with the eyebrows', also as expression of pride (Amips. Com. V--IVa); 3. - άω `to be hilly' (Str.); 4. ὀφρυγνᾳ̃ ὁμοίως (i.e. = - άζει). Βοιωτοί H. (unclear; after ὀριγνάομαι? doubting Schwyzer 695 n. 2).Etymology: Old name of the eyebrows, except for the ὀ- identical with Skt. bhrū́-h, acc. bhrúv-am f.: IE *h₃bhruH́-s f.; thus from Celt. a. Germ. OIr. for-bru acc. pl., OS brū. Several enlargements: OCS brъv-ь, Lith. brùv-ė, -ìs, OWNo. brū-n, MPers. brū-k, Toch. B pärw-ā-ne (du.); also with dental in Av. brvat̃-byąm dat. pl. f., MIr. brūad gen. du. and in ἀβροῦτες ὀφρῦς. Μακεδόνες H. (Kretschmer Einleitung 287 w. n. 1 instead improbable (?) ἀβροῦϜες). -- Here also OHG brāwa f. `eyebrew', wint-prāwa `eyelash', which belongs with OS brāha `id.' to OE brǣw m. `eyebrew', OWNo. brā f. `eyelash' (more in WP. 2, 169, Pok. 142). Combinations to be rejected by Specht Ursprung 83 a. 162. -- WP. 2, 206f., Pok. 172f., Mayrhofer s. bhrū́ḥ, Fraenkel s. briaunà (quite doubtful), Vasmer s. brovь (w. lit. a. many details). Older lit. also in Bq. The nom. was *h₃bhrēuH-s, (gen. * h₃bhruH-os), which explains the OHG form etc.Page in Frisk: 2,454Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀφρῦς
См. также в других словарях:
φρύδι — το, ΝΜ η οφρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύδιον, υποκορ. τού ὀφρύς* με σίγηση τού αρκτικού ο (πρβλ. μάτι < ὀμμάτιον)] … Dictionary of Greek
φρύδι — το 1. το μέρος του μετώπου που εξέχει σαν τόξο πάνω από κάθε οφθαλμική κόχη και το τριχωτό δέρμα που υπάρχει σ αυτό. 2. το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν σ αυτή την περιοχή: Έχει τριχοφάγο και του πεσαν τα φρύδια. 3. μτφ., το χείλος τάφρου,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμαροφρύδι — και καμαρόφρυδο, το λεπτό και καμαρωτό, τοξοειδές φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + φρύδι] … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
γαϊτανοφρύδι — και γαϊτανόφρυδο, το φρύδι κανονικό και λεπτό σαν γαϊτάνι … Dictionary of Greek
δάσοφρυς — ( υος), υ (Α) αυτός που έχει δασιά ή πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + οφρύς «φρύδι»] … Dictionary of Greek
εύοφρυς — εὔοφρυς, υ (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφρύς «φρύδι»] … Dictionary of Greek
κάτοφρυς — κάτοφρυς, όφρυος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κατεβασμένα τα φρύδια, συνοφρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. έν οφρυς, σύν οφρυς] … Dictionary of Greek
λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek