Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σχιδ-μ-

См. также в других словарях:

  • σχίδα — Α και σκίδη Μ (κατά τον Ησύχ.) «σχίδος σινδόνος, πῆγμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ τού σχίζω* (πρβλ. σχίδ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • σχίζα — Μικρό νησί στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος, που ανήκει στη μικρή νησιώτικη συστάδα των Οινουσών. Λέγεται και Σκίζα. Έχει έκταση 12,3 τ.χλμ. και μέσο υψόμετρο 10. Κατοικείται περιστασιακά από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ψαράδες. Η Σ. υπάγεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Scheit, das — Das Scheit, des es, plur. die e, in einigen Gegenden, die er, Diminut. das Scheitchen, Oberd. Scheitlein, von dem Zeitworte scheiden, in seiner ältesten und weitesten Bedeutung, da es von allen Arten der Trennung des Zusammenhanges gebraucht… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • ευσχιδής — εὐσχιδής, ές (ΑΜ, Α και ἐϋσχιδής) εύσχιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιδης (< θ. σχίδ τού σχίζω), πρβλ. νεο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • μεγασχιδής — μεγασχιδής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλο σχίσμα, που είναι σχισμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοσχιδής — μεσοσχιδής, ές (Α) αυτός που είναι σχισμένος στη μέση, στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • νεοσχιδής — νεοσχιδής, ές (Α) αυτός που σχίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σχιδής (< σχίδος < θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοσχιδής — ὀλιγοσχιδής, ές (ΑΜ) (για δρόμο) αυτός που έχει λίγες διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σχιδής (< θ. σχιδ του σχίζω*), πρβλ. ακρο σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… …   Dictionary of Greek

  • παρασχίδα — η / παρασχίς, ίδος, ΝΑ συν. στον πληθ. οι (αί) παρασχίδες 1. μικρά κομμάτια ξύλου που αποσχίζονται ή αποκόβονται από μεγαλύτερο κομμάτι, κν. σχίζες, πελεκούδια 2. μτφ. τα δίστιχα αρχ. (για κάταγμα) μικρό θραύσμα που αποσπάστηκε από οστό ή μόλις… …   Dictionary of Greek

  • σχέδη — ἡ, ΜΑ φύλλο ή πίνακας που πάνω του έγραφαν ή έκαναν υπολογισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scheda «σελίδα» (< λατ. schedium < σχέδιον, βλ. λ. σχέδιο). Η σημ. τής λ. έχει διαμορφωθεί κατ επίδραση τού ρ. σχίζω (λατ. scindo). Κατ άλλη άποψη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»