Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μυξῖνος

См. также в других словарях:

  • μυξίνος — μυξῑνος, ὁ (Α) είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. ῖνος (πρβλ. κορακ ίνος)] …   Dictionary of Greek

  • μυξῖνος — slime fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυξῖνοι — μυξῖνος slime fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυξῖνον — μυξῖνος slime fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυξίνη — και μυξίνα, η ζωολ. γένος θαλάσσιων κυκλόστομων αγνάθων τής οικογένειας myxinidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myxine (< μυξίνος* < μύξα). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

  • μυξίνου — μυξί̱νου , μυξῖνος slime fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυξίνους — μυξί̱νους , μυξῖνος slime fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • meug-2, meuk- —     meug 2, meuk     English meaning: to slide, slip     Deutsche Übersetzung: A. ‘schlũpfen, schlũpfrig”, out of it ‘schleimig, Schleim”; andererseits B. “darũber streichen, gleiten, entgleiten”     Note: also with anlaut. s     Material: A.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»