-
1 ακρο-
-
2 άκρο
[ν] τό1) край; конец;από το ένα άκρο στο άλλο — из края в край, из конца в конец;
απ· άκρου εις άκρον везде;2) крайняя степень; крайность, чрезмерность;τό άκρο άωτον — наивысшая точка, степень, предел;
τό άκρο άωτον της κακοηθείας — крайняя нечестность;
είμαι εις άκρο ευτυχής — я предельно счастлив;
φθάνω εις τα άκρα вдаться в крайности;άνθρωπος των άκρων человек крайностей; 3) конечность; -
3 άκρο
τοEnde n [Extremität] -
4 άκρο
limbΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άκρο
-
5 ἀκρο-φαληριόωσα
ἀκρο-φαληριόωσα, πέτρα, obenauf weiß, von Nonn. D. 2, 460 nach ἀκρο-κελαινιόων gebildet.
-
6 ἀκρο-φαής
ἀκρο-φαής, ές, = ἀκρο-φανής, Nonn. D. 4, 130.
-
7 ἀκρο-χείρισις
ἀκρο-χείρισις, εως, ἡ, Hippocr., = ἀκρο-χειρισμός, ὁ, das Ringen mit den Händen, ib.
-
8 ἀκρό-πρωρον
ἀκρό-πρωρον, τό, Spitze des Schiffsvordertheils, Strab. II p. 99.
-
9 ἀκρό-πτολις
ἀκρό-πτολις, poet. für - πολις, z. B. Aesch. Sept. 222.
-
10 ἀκρό-παστος
ἀκρό-παστος, oben bestreut mit Salz und Gewürz, Sopat. bei Athen. III, 119 a von Fischen.
-
11 ἀκρό-παθος
ἀκρό-παθος, oben leidend, Hippocr., l. d.
-
12 ἀκρό-πους
-
13 ἀκρό-πολις
ἀκρό-πολις, εως, ἡ, Oberstadt, Burg, der höher gelegene, befestigte Theil der Stadt, Hom. zweimal, Od. 8, 494. 504 ἐς ἀκρόπολιν; vgl. Iliad. 6, 257 ἄκρης πόλιος, 317. 7, 345 πόλει ἄκρῃ, 22, 172 πόλει ἀκροτάτῃ, s. an diesen vier Stellen Scholl. Aristonic., aus denen auch die corrupte Notiz bei Od. 8, 494 ἐς ἀκρόπολιν: νῠν μὲν εὐϑέως πόλιν ἄκραν; Ariston. schrieb etwa ὅτι νῠν μὲν συνϑέτως ἀκρόπολιν, ἐν ἄλλοις δὲ διαλελυμένως πόλιν ἄκραν; – Pind. O. 5, 49; Her 1, 60; bei den Att. bes. die Burg von Athen, häufig πόλις genannt. Uebertr. ἀκρ. καὶ πύργος ἐὼν δήμῳ Theogn. 233; der Kopf Plat. Tim. 70 a; ψυχῆς Rep. VIII, 560 b; Plut.
-
14 ἀκρό-πηλος
ἀκρό-πηλος, obenauf kothig, Polyb. 3, 55, 2.
-
15 ἀκρό-πλοος
ἀκρό-πλοος, obenauf schwimmend, oberflächlich, Hippocr. νόος ἀκρ. καὶ ἀβέβαιος.
-
16 ἀκρό-στιχον
ἀκρό-στιχον, τό, (Versanfang), Gedicht, in welchem die Anfangsbuchstaben jedes Verses ein Wort od. einen Vers bilden.
-
17 ἀκρό-σοφος
ἀκρό-σοφος, hochweise, Pind. Ol. 10, 19; Dion. Hal. Dem. 51; p. bei Plut. Non posse 13.
-
18 ἀκρό-τομος
ἀκρό-τομος, oben-, scharf abgeschnitten, λίϑοι, behauen, Ios.; πέτρα, schroff, Pol. 9, 27, 4.
-
19 ἀκρό-τονος
ἀκρό-τονος, Ath. XII, 562 d, starksehnig, von großer Kraft in den Armen.
-
20 ἀκρό-φυλλος
ἀκρό-φυλλος, oben belaubt. Theophr.
См. также в других словарях:
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
λαγκάδα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 … Dictionary of Greek