Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μύσσομαι

См. также в других словарях:

  • μύσσομαι — (Α) φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< *μυκ jω) απ όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)meu k / *(s)meu g με αρχική σημ. «μαλακός», απ όπου… …   Dictionary of Greek

  • μυσσόμενον — μύσσομαι blow the nose pres part mp masc acc sg μύσσομαι blow the nose pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύγης — μύσσομαι blow the nose aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσσεται — μύσσομαι blow the nose pres ind mp 3rd sg μύζω make the sound aor subj mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσσονται — μύσσομαι blow the nose pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμύξατο — μύσσομαι blow the nose aor ind mp 3rd sg μύζω make the sound aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμεμυγμένα — κατά μύσσομαι blow the nose perf part mp neut nom/voc/acc pl καταμεμυγμένᾱ , κατά μύσσομαι blow the nose perf part mp fem nom/voc/acc dual καταμεμυγμένᾱ , κατά μύσσομαι blow the nose perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) κατά μύσσω perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύξῃ — μύξα discharge from the nose fem dat sg (attic epic ionic) μύσσομαι blow the nose aor subj mp 2nd sg μύσσομαι blow the nose fut ind mp 2nd sg μύζω make the sound aor subj mid 2nd sg μύζω make the sound aor subj act 3rd sg μύζω make the sound fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απομύσσω — ἀπομύσσω (αττ., ττω) (Α) 1. βγάζω τη μύξα μου, καθαρίζω τη μύτη μου 2. καθαρίζω τη σκέψη, διαφωτίζω 3. ( ομαι) εξαπατώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + μύσσω, ενεργ. Μόνο σε σύνθεση του ρ. μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»] …   Dictionary of Greek

  • επιμυκτηρίζω — ἐπιμυκτηρίζω (Α) φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)] …   Dictionary of Greek

  • μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»