-
1 στρατός
στρᾰτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν.)a people, folk σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαριςοἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12
Παρρασίῳ στρατῷ O. 9.95
ἷκεν δὲ Μιδέαθεν στρατὸν ἐλαύνων (sc. Ἡρακλέης) O. 10.66 ἐγγυάσομαι ὔμμιν φυγόξεινον στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀφίξεσθαι (the people of Epizephyrian Lokris) O. 11.17νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν P. 1.86
ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός (the Centaurs) P. 2.46πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58
χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87
στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν P. 10.8
ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν P. 11.8
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν N. 8.11
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25
ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (the Thebans) I. 1.11 “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (the original inhabitants of Keos)Πα... Κάδμου στρατὸν Pae. 9.44
pl. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( wanders from his people: Στράτων Lübbert) fr. 105b. 1.b army, expeditionΤιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν Μολίονες O. 10.32
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.89
καὶ ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν P. 4.191
“ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ” (the army of the Epigonoi) P. 8.52 καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν (the Seven against Thebes) N. 9.18 † λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ ( λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) I. 7.28σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3
ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[ς fr. 33a. “μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Πα. 2. 1. Σύριον εὐρυαίχμαν διεῖπον στρατὸν (the Amazons) fr. 173. 1. met.,χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.12
c fragg. ] ώων στρατῷ fr. 60b. 8. ]ου στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων fr. 169. 52. -
2 στρατός
Grammatical information: m.Meaning: `troop, department of the people' (Pi., trag., Crete), `troop of warriors, army, navy' (Il.), also `(army-, ships)camp' (Il.); στάρτοι αἱ τάξεις τοῦ πλήθους H.Compounds: Often as 1. member, e.g. στρατ-ηγός (IA.), -ᾱγός (Dor. Arc.) m. `army-commander' (cf. Chantraine Études 90), στρατό-πεδον n. `army-camp, army, fleet' (IA.; Risch IF59,15); also as 2. member e.g. δεξί-στρατος `recieving a host' (B.); to this numerous PN.Derivatives: 1. Collective formation στρατ-ίά, - ιή f. `troop, host, army', also `campaign' = στρατεία (Pi., IA.; Scheller, Oxytonierung 84f.) with - ιώτης m. `warrior, soldier' (IA.), - ιωτικός (Att.; Chantraine Études 126). - ιωτάριον n. meaning uncertain, perh. `soldier's sack' (pap. IIIp). 2. - ιος, f. - ία `warlike', also as surn. of Zeus, of Ares, resp. of Athena a.o. (Alc., Hdt. a.o.); also - ειος, - εία `id.' (Mylasa IIa). 3. στρατύλλαξ m. disparaging dimin. of στρατηγός (Cic. Att.; cf. Delph. Στρατυλλις). Denom. 4. στρατ-άομαι (- όομαι?), also w. ἀμφι-, ἐπι-, συν-, `to troop together', only in ep. ipf. ἐστρατόωντο (Il., A. R., Nonn.; cf. Leumann Hom. Wörter 185, Chantraine Gramm. hom. 1, 80; 359; 364); - όομαι certain in the ptc. στρατωθέν ( στόμιον) `consisting of an army' (A. Ag. 133 [lyr.]; Wackernagel Unt. 125). 5. - εύω, - εύομαι, also w. ἐκ-, ἐπι-, συν- a.o., `to take the field, to serve in the army' (IA.) with - εία, Ion. - ηΐη f. ( ἐκ-, ἐπι-, συν-) `campaign, war-service' (IA.), - ευμα n. `campaign, army' (IA.), - ευσις ( ἐπι-) f. `campaign' (Hdt., D.H. u.a.), - εύσιμος, - ευτικός.Etymology: Orig. meaning `troop, department of people', from there `troop of warriors, army', second. `camp'. -- With Skt. str̥ta- `thrown down, sprinkled' (older á-str̥ta- `unconquered, unconquerable'), Av. stǝrǝta- `spread out', also with OIr. sreth `strues' (IE *str̥tā) formally identical, but with unclear development of meaning: prop. `spread (or spreading) heap'? Cf. Persson Beitr. 1, 451 ff. (with older lit.), who however starts from the meaning `ordened troop, row'. Quite diff. Strunk Münch. Stud. 17, 77 ff. (w. extensive streatment), Nasalpräs. u. Aor. (1967) 111 w. n. 309 (w. lit.): στρατός prop. `*which can be thrown down' \> `*enemy's army' or `*which throws down'. -- Further s. στόρνυμι (with lit.); older lit. also in Bq. -- The oldest meaning may have been `camping army'.Page in Frisk: 2,806Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρατός
-
3 στρατός
A army, host.ἀνὰ στρατόν Il.1.53
, 384, al.; κατὰ ς. ib. 318, al.;ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ 13.308
, cf. 326;κατὰ σ. εὐρὺν Ἀχαιῶν 1.229
, al.;ἐνὶ στρατῷ 14.371
; ; [dialect] Ep. gen.στρατόφι 10.347
; σ. ἀνδρῶν a military force, Hdt.1.53; without ἀ., SIG1 (Abu Simbel, vi B.C.); of a naval force,σ. ναυβάτας A.Ag. 987
(lyr.); (anap.);νηΐτης Th.4.85
;ναυτικός Id.7.71
, A.Ag. 634; σ. ἰππήων, πέσδων, νάων, Sapph. l.c.; in Prose it is to be supplied with ὁ πεζός, ὁ ναυτικός, Hdt.8.130, etc., cf. 7.124 andπεζὸς στρατός A.Pers. 728
(troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατός
-
4 στρατός
στρατός ( στρώννῦμι), gen. στρατόφιν: army, host, Od. 2.30. In the Iliad στρατός is the encamped army of the Greeks before Troy, the 1186 ships, with streets throughout the camp, Il. 10.66. The tents or barracks stood parallel with the ships, and opposite the intervals between them, Il. 15.653 ff. At first the camp had no wall, the presence of Achilles rendering such defence needless, but after his withdrawal from warfare, by the advice of Nestor (Il. 7.436-441), a massive wall was built, with gates and towers, Il. 12.118-123.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > στρατός
-
5 Στράτος
Στράτοςmasc nom sg -
6 στρατός
στρατόςarmy: masc nom sg -
7 στρατός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-4=4 2 Mc 8,35; 4 Mc 3,8; 4,5.11 -
8 στρατός
armyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στρατός
-
9 Στράτον
Στράτοςmasc acc sg -
10 Στράτου
Στράτοςmasc gen sg -
11 Στράτων
Στράτοςmasc gen plΣτράτωνmasc nom /voc sg -
12 στρατοί
στρατόςarmy: masc nom /voc plστρατόωto be on a campaign: pres subj mp 2nd sgστρατόωto be on a campaign: pres ind mp 2nd sgστρατόωto be on a campaign: pres subj act 3rd sg -
13 στρατούς
στρατόςarmy: masc acc pl -
14 στρατόν
στρατόςarmy: masc acc sg -
15 στρατόφι
στρατόςarmy: masc dat pl (epic) -
16 στρατώ
στρατόςarmy: masc nom /voc /acc dual -
17 στρατώ
στρατάω% 2pres imperat mp 2nd sgστρατάω% 2pres subj act 1st sg (attic epic ionic)στρατάω% 2pres ind act 1st sg (attic epic ionic)στρατάω% 2pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)στρατάω% 2pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)στρατάω% 2imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)στρατόςarmy: masc gen sg (doric aeolic)στρατόωto be on a campaign: pres subj act 1st sgστρατόωto be on a campaign: pres ind act 1st sg——————στρατάω% 2pres opt act 3rd sgστρατόςarmy: masc dat sg -
18 ἔρχομαι
ἔρχομαι (ἔρχομαι, -εται, -οντ(αι); ἐρχόμενον, [-ομένοις]: impf. ἤρχετο: aor. ἦλθον, -ες, -ε(ν), ἦλθ, ἦλθον; ἔλθῃς, -ῃ; ἔλθ, ἐλθέ; ἐλθών, -όντος, -όντα, -όντες, -όντεσσιν, -όντας; ἐλθεῖν; ἤλυθον, -ε(ν), - ον: Dor. causal aor. ἔλευσεν.)1 go, come1 of people.a c.ἐγγύς, παρά, πρός, ὑπό, ἀπό, ἐκ, ἐς· ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71
πὰρ εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111
δέξατ' ἐλθόντ Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27
Ζεῦ, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι O. 5.19
πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν sc. in the course of my song. O. 6.28ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.43
εὖτ' ἂν δὲ θρασυμάχανος ἐλθὼν Ἡρακλέης κτίσῃ O. 6.67
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἔκτανεν Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί O. 13.60
μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (codd.: ἴθι byz.) O. 14.21 [ ἀνδράσι ἐς πλόον ἐρχομένοις (v. l. ἀρχομένοις) P. 1.34]φαντὶ δὲ μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν P. 1.52
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P.2.4.ἐλθόντος γὰρ ξένουἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“ ξείνοις ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι” P. 4.30 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” P. 4.44καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.125
“ ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους” P. 4.160Ζηνὸς υἱοὶ ἦλθον P. 4.172
σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι ἤλυθον P. 4.204
ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον P. 4.212
ἡρώων ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47
ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει N. 5.45
ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἐέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66
Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.46
Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3
ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pae. 6.9
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ἦ]λθον ἄγγελοι ὀπίσω Pae. 6.100
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229. fig.,ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.24
b c. dat.ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.44
Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99
φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν N. 4.22
ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχετο, Snell) fr. 140a. 67.c c. acc. οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P.3.16. “ τάνδε νᾶσον ἐλθόντες” P. 4.52κοί ἦλθον Πελία μέγαρον P. 4.134
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.52
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.48
καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.53 c. acc. cogn.,ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι P. 8.41
d met. σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ walking in the path of justice P. 5.14 μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων i. e. go out of tune, be discordant N. 7.692 of things,a c. dat. pers.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' ἐλθεῖν κῦδος O. 3.39
ἦλθε δέ οἱμάντευμα P. 4.73
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68
b c. prep.ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες P. 4.198
χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.10
μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδεςπολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32
ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30
3 ἔλευσα, Dor. causal aor., I made to come, brought τὸ μὲν ἔλευσεν (sc. Περσεύς) Δ. 4. 39. but v. λεύω.4 fragg.ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ Pae. 15.9
]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πολεα[ (Π̆{S}: φθον Π.) Δ. 3.. ]ηλυθο[ν P. Oxy. 1792 fr. 8. -
19 σύμπας
σύμπᾱς, σύμπᾱσα, σύμπᾰν, [dialect] Att. [full] ξύμπας ( ξύμπαντα in Od.7.214, 14.198, though the metre does not require it):—A all together, all at once, mostly (in Hom.always) in pl.;υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας Il.1.241
, etc.; σύμπασιν δ' ὑμῖν, opp. εἷς ἕκαστος, Sol.11.6;ξύμπαντά τ' εἰπών A.Fr. 350.3
;αἱ σ. ἡμέραι Antipho 6.44
;σ. τε θεῶν καὶ ἀνθρώπων Pl.Smp. 197e
;συμπάντων κεφάλαιον IG12.91.23
; in [dialect] Att. the Art. is usually added in the case of Numerals, πέντ' ἦσαν οἱ ξ. S.OT 752, cf. X.An.1.2.9, Pl.Prt. 317c; but also without Art.,ξ. ἐγένοντο τετρακισχίλιοι Th.1.107
.II in sg. with collective Nouns, the whole,ὁ σ. στρατός Hdt.7.82
; στρατὸς ς. S.Ph. 387; στρατῷ ξ. Id.Aj. 1055;τῷ σ. στρατῷ Id.Ph. 1257
; ξ. λαός ib. 1243; πόλις ξύμπασα the state as a whole, Th.2.60, 3.62;ὁ σ. δᾶμος IG12(1).847.15
([place name] Lindus);τὴν σ. Ἑλλάδα Sor.Vit. Hippocr.5
;σ. ὁ φόρος IG12.64.8
;σ. ἡ πόλις Pl.R. 423d
, al.; also with some other Nouns,Χρόνῳ σύμπαντι Pi.O.6.56
;αἰῶνα τὸν σύμπαντα E. Hec. 757
; ἡ ς. (sc. γῆ) S.Fr. 411, cf. Ar.Nu. 204; ξ. γνώμη the general scope (of a speech), Th.1.22;σ. ἡ ὁδός X.An.7.8.26
; σ. ἀρετή, σ. πονηρία, Pl.Lg. 630b, Grg. 477c;σ. ἀριθμός Id.R. 525a
;σ. κεφάλαιον IG12.313.148
; κεφάλαιον τόκου ξύμπαντος ib.324.101;τὸ σ. πλάτος Sor.1.68
, cf. 2.89; but, in Arithm., ὁ σύμπας the sum, Dioph.Polyg. 4 (c. gen., ibid.).--For the [dialect] Att. position of the Art., v. πᾶς B. -
20 στρατιά
στρατιά, ᾶς, ἡ① army (so Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX, TestAbr A 2 p. 78, 28 [Stone p. 4]; JosAs 14:7 [τοῦ ὐψίστου]; ApcEsdr 6:16f p. 31, 23 Tdf. [ἀγγέλων]; ApcMos 38 [κύριος στρατιῶν]; Philo; Jos., Bell. 7, 31, Ant. 14, 271; Just.; loanw. in rabb.) of Pharaoh’s army 1 Cl 51:5 (cp. Ex 14:4, 9, 17).—στρατιὰ οὐράνιος the heavenly army of angels (s. 3 Km 22:19; 2 Esdr 19: 6.—Pla., Phdr. 246e στρατιὰ θεῶν τε καὶ δαιμόνων; Just., D. 131, 2 τοῦ διαβόλου) Lk 2:13 (for the constr. ad sensum πλῆθος στρατιᾶς … αἰνούντων cp. Appian, Bell. Civ. 5, 64 §272 ὁ στρατὸς αἰσθανόμενοι εἵλοντο). ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ the host of heaven of the heavenly bodies (cp. Ps.-Demetr. c. 91 after an ancient lyric poet ἄστρων στρατόν; Maximus Tyr. 13, 6e; 2 Ch 33:3, 5; Jer 8:2; PGM 35, 13) Ac 7:42.② occasionally (poets, pap) in the same sense as στρατεία 2 Cor 10:4 v.l., but s. στρατεία on this passage.—DELG s.v. στρατός. M-M. TW.
См. также в других словарях:
στρατός — army masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στράτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
Στράτος — Sp Strãtas Ap Στράτος/Stratos L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
στρατός — ο το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας: Ο ελληνικός στρατός απέκρουσε τις επιθέσεις του εχθρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στρατός της Σωτηρίας — Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1878 από τον πρώην μεθοδιστή Ουίλιαμ Μπουθ (1829 1912), με σκοπό να οδηγήσει την ανθρωπότητα στη χριστιανική αντίληψη της ζωής με την παροχή αποτελεσματικής βοήθειας στους παραστρατημένους και των δύο φύλων, και κυρίως… … Dictionary of Greek
Στράτος, Νικόλαος — Έλληνας πολιτικός (Αθήνα 1872 1922). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής της επαρχίας Βάλτου στις εκλογές του 1902. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Δ. Ράλλη (1909), προσχώρησε στο κόμμα των … Dictionary of Greek
Σωτηρίας Στρατός — (Salvation Army). Χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση με στρατιωτική διάρθρωση, που ιδρύθηκε από το Γουλιέλμο Μπουθ το 1865. Αποσκοπούσε στην εφαρμογή των αρχών του χριστιανισμού και της ηθικής, την καταπολέμηση της ανηθικότητας και των κοινωνικών… … Dictionary of Greek
στρατοῖν — στρατός army masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοί — στρατός army masc nom/voc pl στρατόω to be on a campaign pres subj mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres ind mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατούς — στρατός army masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)