-
1 Βακχεύσιμος
Βακχ-εύσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχεύσιμος
-
2 διαπορεύσιμος
A gloss on διαπρύσιος, Sch.Il.8.227, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπορεύσιμος
-
3 διατοξεύσιμος
διατοξ-εύσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατοξεύσιμος
-
4 κηδεύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδεύσιμος
-
5 κηπεύσιμος
κηπ-εύσιμος, ον,A = κηπευτός, Alex.Trall.Febr.7, Sch.Nic. Th.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηπεύσιμος
-
6 κουρεύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύσιμος
-
7 παροδεύσιμος
A = παριτός, Sch.Call.Lav.Pall.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροδεύσιμος
-
8 περιοδεύσιμος
περιοδ-εύσιμος, ον,A with circuitous ways, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιοδεύσιμος
-
9 πορεύσιμος
A that may be crossed, passable,ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίγνετο X.Cyr.7.5.16
; εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ ib.18;π. ἦν τὸ.. πέλαγος Pl.Ti. 24e
; [θύραι] ἀνθρώποις π. Porph.Antr.3
;παρεχέτωσαν.. π. τὰς ὁδούς OGI483.30
(Pergam.): in neut., [ὁδόν], ἥνπερ ἥν πορεύσιμον by which it was possible to pass, E.El. 1046.II [voice] Act., able to go or travel, Pl.Epin. 981d.2 able to carry, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, of the sea, Plu.2.86e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορεύσιμος
-
10 προβατεύσιμος
προβᾰτ-εύσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβατεύσιμος
-
11 σιτεύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτεύσιμος
-
12 στρατεύσιμος
στρατ-εύσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατεύσιμος
-
13 φονεύσιμος
A that may be slain, Sch.BT Il.22.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονεύσιμος
-
14 φυτεύσιμος
φῠτ-εύσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυτεύσιμος
-
15 ἀγρεύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρεύσιμος
-
16 ἀρδεύσιμος
A irrigated, Hsch. s.v. κατάρρυτα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρδεύσιμος
-
17 ἐκστρατεύσιμος
A fit to take the field, Sch.Th.6.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκστρατεύσιμος
-
18 ἐπιτροπεύσιμος
ἐπιτροπ-εύσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπεύσιμος
-
19 ἱερεύσιμος
ἱερ-εύσιμος, ον,A fit for sacrifice, Plu.2.729d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερεύσιμος
-
20 ὁδεύσιμος
ὁδ-εύσιμος, ον,A passable, practicable, Id.11.7.5, Max. Tyr.39.3, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁδεύσιμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πεπαρεύσιμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εὔφραστος, σαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. αορ. πεπαρεῖν* + εύσιμος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ιμος από ρ. σε εύω (πρβλ. διαπραγματεύομαι: διαπραγμάτευσις: διαπραγματεύσιμος)] … Dictionary of Greek