Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στερεόν

См. также в других словарях:

  • στερεόν — στερεός firm masc acc sg στερεός firm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερέον — στερέω deprive fut part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) στερέω deprive fut part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) στερέω deprive pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) στερέω deprive pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • стербнуть — делаться жестким, цепенеть, отмирать , укр. остербати, остербнути выздороветь, оцепенеть, затечь , др. русск. усторобити сѧ выздороветь , устребе 3 л. ед. ч. аор. ἡδρύνθη, ст. слав. страбити, оустрабити выздороветь (Еuсh. Sin., Супр.), цслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Digamma — This article is about the Greek letter. For the mathematical function, see digamma function. Greek alphabet …   Wikipedia

  • κυβίζω — (I) (AM κυβίζω) [κύβος] 1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῡσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.) 2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη νεοελλ. 1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά… …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στερεόν» …   Dictionary of Greek

  • νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • περιαρμόζω — Α 1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.) 2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές 3. μέσ. περιαρμόζομαι φορώ 4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῡτο… …   Dictionary of Greek

  • στέρφνιος — ον, Α (το ουδ.) στέρφνιον (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, στερεόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. στέρφος] …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՍՏԱՏ — (ի, ից.) NBH 2 0055 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c, 14c ա. στάσιμος, στερεός constans, solidus. Հաստած անշարժ կայիք, եւ հաւաստի. որ եւ ՀԱՍՏԱՏՈՒՆ. սերտ. ... *Հաստատ պնդութեամբ դու խարսխեցար. Նար. խչ.: *Տես աչացն հաստատ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»