-
1 πλεκτάνη
πλεκτάνηanything twined: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πλεκτάνηanything twined: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 πλεκτάνῃ
Βλ. λ. πλεκτάνη -
3 πλεκτάνη
A anything twined or wreathed, coil, wreath, ; flame-wreath, Id.Fr.281.3; π. καπνοῦ wreath of smoke, Ar.Av. 1717.II pl., arms of the poulp or octopus, tentacles, Alex.187.2, Eub.150.7, Diph.34, Arist.HA 524b1, PA 685b4, Thphr.HP8.8.4,9.13.6; of theναυτίλος 11
, Arist.HA 622b10; also of the antennae of the καρίς, Dsc.4.77.IV Medic., mastoid growth in the uterus, Diocl.Fr.27, Eudem. and Praxag. ap. Gal.2.890.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεκτάνη
-
4 πλεκτάναι
πλεκτάνηanything twined: fem nom /voc plπλεκτάνᾱͅ, πλεκτάνηanything twined: fem dat sg (doric aeolic) -
5 πλεκτανέων
πλεκτάνηanything twined: fem gen pl (epic ionic) -
6 πλεκτάναις
πλεκτάνηanything twined: fem dat pl -
7 πλεκτάναισι
πλεκτάνηanything twined: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
8 πλεκτάνην
πλεκτάνηanything twined: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 πλεκτάνης
πλεκτάνηanything twined: fem gen sg (attic epic ionic) -
10 πλεκτάνας
πλεκτάνᾱς, πλεκτάνηanything twined: fem acc plπλεκτάνᾱς, πλεκτάνηanything twined: fem gen sg (doric aeolic) -
11 πλεκτανών
-
12 πλεκτανῶν
-
13 πλεκτανώδης
πλεκτᾰνώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεκτανώδης
-
14 πλεκτή
-
15 πλοκαμίς
A lock or braid of hair, Euph.140, Bion 1.20, Nonn.D.4.133, 5.385: collectively in sg., braided hair,τοῦ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Theoc.13.7
.II = πλεκτάνη 11, in pl., Opp.H.2.125, C.3.179.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλοκαμίς
-
16 πλόκαμος
πλόκᾰμ-ος, ὁ,A lock or braid of hair, A.Ch.6, 187, Hdt.4.34: in pl., locks, curling hair, prop. of women, Il.14.176; of a man,κομᾶν πλόκαμοι Pi.P.4.82
; π. Τυφῶ, dithyrambic phrase in Ar. Nu. 336;τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call.
in PSI9.1092.47: in sg. also, collectively, = κόμη, A.Fr. 313, etc.;τριχὸς π. Id.Th. 564
(lyr.);χαίτας π. E.Ph. 309
(lyr.).2 Βερενίκης π., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.;ἡ τοῦ π. συστροφή Ptol. Tetr.26
.II = πλεκτάνη 11, Ael.VH1.1.2 π. θαυμαστός, = πλέγμα δικτυοειδές, v.l. in Gal.UP9.4.3 in pl., of wicker baskets, Id.Nat.Fac.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλόκαμος
-
17 πρῆθμα
πρῆθμα· πολύποδος κεφαλή· ἔνιοι πλεκτάνη, Hsch. -
18 στιφρός
A firm, solid, Men. in POxy.1803.1, al.; of olives, Ar. Fr. 141;σκέλη X.Cyn.4.1
, cf. 5.30;πλεκτάνη Crobyl.7
; καυλὸς σαρκώδης καὶ ς. Arist.HA 510b28; of wood, Thphr.HP3.11.4, 5.1.11 ([comp] Comp.); opp. μαδαρός, of flesh, Arist.HA 531b13; opp. ὑγρός, Id.GA 735b18; opp. σομφός, ib. 732b35; τὸ τῶν βατράχων ᾠὸν στερεὸν καὶ ς. ib. 754a34; of persons, stout, sturdy,νεανίας Philostr.Jun.Im. 15
, cf. 1,3.— στρυφνός is a freq. v.l.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιφρός
-
19 συντρέχω
A- δρᾰμοῦμαι X.An.7.6.6
: [tense] aor. 2 συνέδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf.- δεδράμηκα PTeb.48.26
(ii B.C.):— run together so as to meet in battle, encounter,Πηνέλεως δὲ Λύκων τε συνέδραμον Il.16.335
; ξιφέεσσι ς. ib. 337; εἰς τὰς χεῖρας ς. Plb.2.33.5;σ. εἰς χεῖράς τινι Plu.Art.7
: metaph., εἰπὲ τῷ μόρῳ ξυντρέχει say with what death she has met, S.Tr. 880 (lyr.).2 assemble, gather together, Hdt.8.71;ἐς τὴν ὁδόν Id.2.121
.δ ; εἰς τὴν ἐκκλησίαν Lycurg.16
; run up to the rescue, Plu. Cam.27; συνδράμετε, Ῥωμαῖοι, Lat. concurrite, POxy.33 iii 8 (ii A.D.);συνδραμόντων πλειόνων καὶ ἐπιτιμώντων αὐτῷ PLond.1.106.19
(ii B.C.);ἐξέπεσον ἐκ τῆς ἰδίας, συνδραμόντων ἐπ' αὐτοὺς τῶν ὁμοεθνῶν, διὰ τὸ παρασπονδῆσαι τοὺς αὑτῶν οἰκείους Plb.2.7.6
; of clouds, gather, Hdt. 1.87; of liquids, κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει is mingled with.., S.OC 160 (lyr.); πρὸς τὴν τῆς ἐκμυζήσεως συναίσθησιν πλεῖον ἐπὶ τοὺς τόπους συντρέχει [τὸ γάλα] Sor.1.77, cf. Gal.15.512; ὑπερθοῦ.. ἵνα καὶ τὰ κοῦφά σοι συνδράμῃ wait.. till your jars come in (accumulate), PFlor.134*.7 (iii A.D.);τῶν ἀργυρίων ὀφλόντων συνδραμεῖν PLips.64.13
(iv A.D.); ἔλεγεν.. συντρέχειν ἔτη πρὸς τὰ πή said the total amounted to 88 years, UPZ 162v32 (ii B.C.).3 concur, agree, ; συντρέχειν τοῖς κριταῖς concur in the choice of judges, X.Cyr.8.2.27;μηκέτι τῆς βουλήσεως συνδραμούσης Alex.Aphr.de An.73.2
.4 of lines, run together, meet,εἰς μίαν βάσιν E.Fr.382.12
: metaph.,δεῖ τινα τέσσαρα συνδραμεῖν εἰς οἴκου σύστασιν Arist.Fr. 182
;κατὰ τὴν πρόθεσιν αὐτῷ συντρεχόντων τῶν πραγμάτων Plb.3.43.11
.5 concur, coincide, of points of time, ; τοῦ.. χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ ς. exactly coincides, E.Or. 1215;εἰς ταὐτὸν τὸ δίκαιον ἅμα καὶ ὁ καιρὸς καὶ τὸ συμφέρον συνδεδράμηκεν D.17.9
, cf. Isoc.6.68; of symptoms, Sor.2.8; impers., συντρέχει εἰς ἓν τόδε there is a concurrence in this one point, E.Fr. 580; σ. τινί concur or coincide with, S.Tr. 295;συντρέχει τῇ γνώσει τὸ τερπνόν Epicur. Sent.Vat.27
(= Metrod.Fr.47); σ. τῇ διαβολῇ concur in, second, Luc. DMeretr.10.4, cf. Mitteis Chr.96.11 (iv A.D.);σ. βασιλῆϊ
vie with,AP
7.420 (Diotim.).6 run together, shrink up,μύες Hp.Fract.35
;τρίχες X.Cyn.10.17
, cf. Arist.GA 782b27;πλεκτάνη σ. εἰς ἑαυτήν Plu. 2.978d
; χιτῶνος ἐπανισταμένου καὶ.. εἰς ἑαυτὸν ς. (with the respiration) Gal.8.744; εἰς ἑαυτό, of a tumour, disappear on pressure, Aët.7.86; συντρέχοντος τοῦ δέρματος διὰ τὴν ἰδίαν μαλακότητα yielding, Antyll. or lleliod. ap. Orib.45.18.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντρέχω
-
20 χειμάρροος
χειμάρροος, ον, [var] contr. [suff] χείμ-ρρους, ουν, and shortened [full] χείμαρρος, ον: ([etym.] χεῖμα, ῥέω):—A winter-flowing, swollen by rain and melted snow, of mountain-streams,I joined with ποταμός, ὅν τε [the stone]ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Il.13.138
;ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν 11.493
: freq. in contracted forms, ; ;χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Hdt.3.81
, cf. Thgn.348;παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις S.Ant. 712
; (troch.);διὰ χειμάρρου νάπης Id.Ba. 1093
;χαράδρα χ. Plb.10.30.2
.2 πλεκτάνη χειμάρροος seems to be rushing, furious lightning A.Fr. 281.II Subst., torrent, Pl. Lg. 736b, X.HG4.4.7; .2 simply, river, LXX Nu.34.5.3 drain, gutter,οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. D.55.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμάρροος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλεκτάνη — anything twined fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτάνῃ — πλεκτάνη anything twined fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτάνη — η 1. πλεχτή θηλιά, δίχτυ. 2. μτφ., δόλος, μηχανορραφία, παγίδα: Του στήσανε πλεκτάνη. – Έπεσε στην πλεκτάνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεκτάνη — η, ΝΜΑ μτφ. μηχανορραφία, παγίδα, ενέδρα νεοελλ. ναυτ. είδος πλέγματος από κλώσματα σχοινιού με μορφή κορδονιού που περιβάλλει τον άξονα τής έλικας τού πλοίου στο σημείο εξόδου του από το σκάφος με σκοπό να εμποδίζει την εισροή τού νερού προς το… … Dictionary of Greek
πλεκτάναι — πλεκτάνη anything twined fem nom/voc pl πλεκτάνᾱͅ , πλεκτάνη anything twined fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτανέων — πλεκτάνη anything twined fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτανῶν — πλεκτάνη anything twined fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτάναις — πλεκτάνη anything twined fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτάναισι — πλεκτάνη anything twined fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτάνην — πλεκτάνη anything twined fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτάνης — πλεκτάνη anything twined fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)