-
1 στατήρες
-
2 στατῆρες
-
3 στατήρ
Aἵστημι A.
IV, cf. EM725.11) a weight,= λίτρα, κρόκης πέντε ς. Eup.252, cf. IG12.314.42, Poll.4.173, BGU953.2 (iii/ iv A.D.), Phot.; σ. Αἰγιναῖος as a weight, Hp.Mul.1.78.II standard coin, struck in various materials, whether gold, electrum, or silver:1 gold, σ. χρυσοῖ, σ. χρυσοῦ, Ar.Pl. 816, Pl.Euthd. 299e; of various standards, e.g. σ. Δαρεικός (cf. Δαρεικός) Hdt.7.28, Th.8.28;Δαρεικοῦ χρυσίου στατῆρες IG12.310.103
;σ. Κροίσειος Plu.2.823a
, Poll.3.87, Hsch.;χρυσοῦ στατῆρες Λαμψακηνοί IG12.339.32
, al., cf. 7.2425, al. (Thebes, iv B.C.); σ. Φιλίππειος, Ἀλεξάνδρειος, Poll.9.59, cf. SIG285.12 (Erythrae, iv B.C.); Πτολεμαϊκὸς ς. Inscr.Délos 442 B 190 (ii B.C.).2 electrum (cf.χρυσός 1.1a
), struck at Cyzicus, χρυσίου Κυζικηνοῦ ς. IG12.302.12, al., cf. Lys.32.6;Κύζικος πλέα στατήρων Eup.233
; at Phocaea, σ. Φωκαϊται, Φωκαιῆς, Th.4.52, D.40.36;Φωκαϊκὼ στατῆρε IG22.1388.42
.3 silver, σ. Αἰγιναῖοι ib.12.310.111, 22.1126.17, 1388.70, X.HG5.2.22;σ. Κορκυραῖοι IG12.310
add.;σ. Κορίνθιος SIG421.39
(Aetolia, iii B.C.), Poll.4.175; in Sicily called δεκάλιτρος ς., Epich.10;σ. πάτριος SIG976.8
(Samos, ii B.C.); later applied to the Attic τετράδραχμον, Phot., Suid.; also to the Ptolemaic τ., PCair.Zen.567.4, 734.3, PRev.Laws 58.7 (all iii B.C.), BGU1846.8 (i B.C.), Hero *Geom.23.55,56; also of the Jewish shekel, Ev.Matt.17.27. -
4 κίβδηλος
κίβδηλ-ος, ον,A adulterated, base, esp. of coin,χρυσοῦ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου Thgn.119
, cf. E.Med. 516;στατῆρες κ. IG22.1388.61
;κ. λόγος τοῦ τόκου Pl.R. 507a
; τιμαί, opp. ἀληθεῖς, Id.Lg. 728d; ἐν δὲ κιβδήλῳ τόδε this may prove false, E.El. 550; τὸ σὰν κίβδαλον spurious, Pi.Dith.2.3;ἱμάτιον ἐκ δύο ὑφασμένον κ. LXX Le.19.19
.II metaph., fraudulent, dishonest, opp. ἀληθής, of men, Thgn.117; κίβδηλον (cj. - λοι).. ἦθος ἔχοντες Id.965
; ; κ. καὶ ἀπατεών, κ. καὶ ἀγαθοφανέες, Democr.63, 82; ; of oracles, etc., deceitful, Hdt.1.66,75,5.91, Max.Tyr.28.3 ([comp] Sup.); of women,κ. ἀνθρώποις κακόν E.Hipp. 616
;κ. ἐπιτηδεύματα Pl.Lg. 918a
. (Poll.7.99 cites [full] κίβδος, = dross or alloy of gold; Sch.Ar.Av. 158 expl. κιβδηλία as the dross of silver; Hsch. also cites [full] κίβδης, = κακοῦργος, <κά> πηλος, xeirote/xnhs, and Poll. [full] κίβδωνες (v.l. κιβδῶνες Phot.), = μεταλλεῖς, miners.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίβδηλος
-
5 πενταστάτηρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταστάτηρος
-
6 τύπος
A blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12;αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων Nonn.D.20.351
; so perh.νάβλα τ. Sopat.16
.II the effect of a blow or of pressure:1 impression of a seal,τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου E.Hipp. 862
, cf. Pl.Tht. 192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21;τ. ἐνσημήνασθαί τινι Pl.R. 377b
; stamp on a coin,τὰ ἀκριβῆ τὸν τ. Luc.Hist.Conscr.10
, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron,ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος Luc.Pisc.46
: generally, print, impression,χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν Plu.2.727c
, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ', Gp.2.20.1; στίβου γ' οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος) ; ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr. 1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print,βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων Ev.Jo.20.25
;οἱ τ. τῶν πληγῶν Ath.13.585c
.b impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.;ὁ θεὸς.. πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3
.2 hollow mould or matrix, , cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph.,Κύπριος χαρακτήρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων A.Supp. 282
.3 engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr. 275a;τὰ γεγραμμένα τύποις Id.Ep. 343a
; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 ([place name] Jerusalem).4 the depression between the underlip and chin, Poll.2.90.IV figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture,αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138
, cf. 106, 136, 148, 153;θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ Iamb.Protr.21
.κγ; ;χρυσοκόλλητοι τ. Id.Rh. 305
;τ. ἀργυροῦς IG22.1533.30
, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.;τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον Paus.6.23.5
;τῶν τ' ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν' ἔχει IG2.2378
, cf. 22.2021.8, 3.1330.5;ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες Paus.9.11.3
; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι.. ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7.V carved figure, image,ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν Hdt.2.86
;τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε· ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Id.3.88
; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr. 1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr. 764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10.2 exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J.VI form, shape, ; ; ; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b;τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ. OGI56.73
(Canopus, iii B. C.);οἱ τ. τῶν γραμμάτων D.H.Dem.52
;ὁ τ. τῶν χαρακτήρων Plu.2.577f
;τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων Sor.1.39
; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th. 488;Γοργείοισιν εἰκάσω τ. Id.Eu.49
; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5;βραχιόνων ἡβητὴς τ. E.Heracl. 858
; features,IG
14.2135 ([place name] Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4.2 thing having a shape, οὐλοφυεῖς.. τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57.3 form of expression, style,ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος] D.H.Pomp.4
;ὁ τ. τῆς γραφῆς Longin.
ap. Porph. Plot.19;ὁ τ. ὁ πολιτικός Hermog.Id.2.11
; οὐδ' ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.;ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ. Iamb.Protr.21
;ὁ αἰνιγματώδης τ. Id.VP23.103
.4 Gramm., mode of formation, form,τ. πατρωνυμικῶν D.T.634.29
;τ. παθητικός A.D.Synt.278.25
.VII archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances,αὑτὸν ἐκμάττειν.. εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ. Pl.R. 396e
; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς.., οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους·.. οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib. 379a, cf. 380c.2 character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. ; ;τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα Id.Phlb. 51d
.3 type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512.VIII general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra. 432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr. 255.2 outline, sketch, general idea,ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι Pl.R. 403e
;περιγραφὴ καὶ τύποι Id.Lg. 876e
;ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω Id.R. 491c
;τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν Arist.Pol. 1341b31
;ἐξηγεῖσθαι τύποις Pl.Lg. 816c
;ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Isoc.15.186
, cf. Phld.Rh.2.166 S.;ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας Epicur.Ep.1p.3U.
; pl., ib.p.4 U.;δέονται.. ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα Gal.6.397
; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general,ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας, εἰρῆσθαι Pl.R. 414a
; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib. 559a; ;τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Arist.EN 1104a1
; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib. 1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib. 1107b14;ὡς ἐν τ. Id.Pol. 1323a10
; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top. 101a22;ὡς τύπῳ λαβεῖν Thphr.Char.1.1
.3 outline,ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί Adam.2.61
.IX prescribed form, model to be imitated,ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος Democr.228
;οὗτος.. εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν Pl.R. 380c
, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib. 398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib. 443c;τ. εὐσεβείας.. παισὶν.. ἐκτέθεικα OGI383.212
(Nemrud Dagh, i B. C.);ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ 1 Ep.Thess.1.7
;κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι LXX Ex.25.39(40)
, cf. Act.Ap.7.44.2 general instruction,δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα Plb.21.24.9
; general principle in law,τ. ἐστὶν καθ' ὃν ἔκρεινα πολλάκις PRyl.75.8
(ii A. D.).b rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33.3 rough draft of a book,βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις Gal.18(2).875
, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.);τ. χειρογραφίας PMich.Teb. 123r
ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit.4 form of a document,ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος PMich.Zen. 9v
.3 (iii B. C.);σωματισθῆναι.. τύπῳ τῷδε· τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ. POxy.1460.12
(iii A. D.);κατὰ τὸν αὐτὸν τ. PFlor. 279.16
(vi A. D.).5 text of a document,ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο LXX 3 Ma.3.30
, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2.6 written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov. 113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others,χρὴ.. δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν POxy.1911.145
(vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.).X as law-term, summons, writ,οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι Philostr.VS1.25.9
;δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ. Poll.8.29
. -
7 φιλίππειος
A of Philip, ll. cc., etc.IIΦ. στατῆρες
gold didrachms coined by Philip,Poll.
9.59,84, cf. SIG 826 I15 (Delph., ii B. C.), D.S.16.8.III [full] φιλίππειον, τό his temple at Olympia, Paus.5.20.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλίππειος
-
8 φώκαια
φώκαια, ἡ,A Phocaea, h.Ap.35, Hdt.1.80, etc.:—[full] φωκαῆθεν, Adv. from Ph., Luc.Lex.7:—hence [full] φωκαιεύς, [dialect] Att. [full] φωκᾱεύς, ὁ, Phocaean, Hdt.1.163, Th.1.13, etc.; also [full] φωκαϊκός, ή, όν, ὀβολός IG11(2).161
B21 (Delos, iii B. C.); στατῆρε ib.22.1388A42; στατῆρες Φωκαεῖς, v. στατήρ:—fem. [full] φωκαΐς, ΐδος, Ael.VH12.1, St.Byz. s.v. Φώκαια; φωκαΐδες ἕκται χρυσίου, of coins, IG12.310.105, cf. 22.1382.18; Φωκαΐς alone, IG11(2).161A4, al. (Delos, iii B. C.): [var] Dim. [full] φωκαιίδιον, τό, Inscr.Délos 1429 B i68 (ii B. C.); [full] φωκαΐδιον, ib. 1432 Ab ii 41 (ii B. C.). -
9 στατήρ
στατήρ, - ῆροςGrammatical information: m.Meaning: des. of a weight and (usu.) of a coin, `stater' (IA.); στατῆρες as opposite of ἀποδοτῆρες `returner' (Epich. 116), after Et. Gen. = χρεῶσται, `debtor', prob. prop. "those who weigh themselves (the money)", cf. ὀβολο-στατήρ (Hdn. Gr.) = ὀβολο-στάτης `obol weigher, usurer' (Ar. a.o.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 48).Compounds: As 2. member with themat. vowel enlargement in bahuvrihicompp., e.g. δεκα-στάτηρ-ος `concerning ten st.' (Arr.), - ον n. `sum or weight of ten st.' (Att. a. Cret. inscr.).Derivatives: στατηρ-ίσκος (- ισμός?) des. of a tax (pap.), - ιαῖος `worth or weighing one st.' (Theopomp. Com., hell. a. late).Etymology: To ἵστημι in the sense of `put on the balance, weigh off, to', so prop. "the weigher" like ἀναστα-τήρ `who drives away, destroyer' (A.) to ἀν-ίστημι. Further remarks (slightly diff.) by Benveniste Noms d'agent 50. Beside it, also with zero grade, but with ο-ablaut Lat. Stator, - ōris surn. of Jupiter (cf. Wissowa P.-W. 2: 3, 2227 f.); with full grade in intr. meaning Skt. sthā́tar- m. `driver of a car', prop. "who stands on the car". Lat. LW [loanword] statēr. -- Further s. ἵστημι.Page in Frisk: 2,778Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στατήρ
См. также в других словарях:
στατῆρες — στατήρ standard coin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των δυνάμεων. Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες δ.: εκείνα που μετρούν απευθείας την άγνωστη ένταση μίας δύναμης, συγκρίνοντάς την με την ένταση ενός μεγέθους της ίδιας μορφής (π.χ. τα δ. διά μοχλού, τα… … Dictionary of Greek
στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» … Dictionary of Greek
τριστάτηρος — ον, Α αυτός που αξίζει τρεις στατήρες, που η τιμή του είναι τρεις στατήρες («τριστάτηρος χλαμύς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάτηρος (< στατήρ, ῆρος «μονάδα βάρους, νομισματική μονάδα»), πρβλ. δεκα στάτηρος] … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
λαμψακηνός — ή, ό (Α λαμψακηνός, ή, όν) [Λάμψακος] αυτός που προέρχεται από τη Λάμψακο αρχ. φρ. «λαμψακηνοὶ στατῆρες» χρυσά νομίσματα που κόπηκαν στη Λάμψακο … Dictionary of Greek
μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
φιλίππειος — α, ο / φιλίππειος, εία, ον, ΝΑ [Φίλιππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βασιλιά τής Μακεδονίας Φίλιππο Β , πατέρα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι φιλίππειοι (ενν. στατήρες) (στην αρχ.) χρυσά νομίσματα που κόπηκαν από… … Dictionary of Greek
Αλυζία — Αρχαία πόλη της Ακαρνανίας, που σύμφωνα με την παράδοση έχτισε ο Αλυζεύς. Η πόλη αυτή (που αναφέρεται επίσης ως Αλύζεια) βρισκόταν στη δυτική ακτή της Ακαρνανίας, περίπου τρία χιλιόμετρα από τη θάλασσα, κοντά στο σημερινό χωριό Καντήλα και… … Dictionary of Greek