-
1 πεντα-στάτηρος
πεντα-στάτηρος, fünf στατῆρες schwer od. werth, δίκελλα, Sosicrat. com. bei Poll. 4, 173. 9, 57 erkl. durch πεντάλιτρος.
-
2 στατήρ
στατήρ, ῆρος, ὁ, eigentlich jedes Gewicht; – bes. eine Münze, der Stater; von Silber, in Athen vier Drachmen an Werthe; dah. auch τετράδραχμος genannt; etwas weniger als 1 Thlr.; – häufiger Goldstater; Her. 3, 130; der attische Goldstater, στατὴρ χρυσοῠ, Plat. Euthyd. 299 e, war = 20 Silberdrachmen, ungefähr 5 Thlr., der Kyzikener = 28 Drachmen, Dem. 34, 23; häufig kommen vor στατῆρες Δαρεικοί, Her. 7, 28, die Darius Hystaspis schlagen ließ, die im Allgemeinen unserem Friedrichsd'or entsprechen. Vgl. Böckh Staatshaush. I p. 22 ff. – Dorisch = χρεώστης, Epicharm. im E. M. 725, 25.
-
3 πενταστάτηρος
πεντα-στάτηρος, fünf στατῆρες schwer od. wert -
4 στατήρ
στατήρ, ῆρος, ὁ, eigentlich jedes Gewicht; bes. eine Münze, der Stater; von Silber, in Athen vier Drachmen an Werte; dah. auch τετράδραχμος genannt; etwas weniger als 1 Taler; häufiger Goldstater; der attische Goldstater, στατὴρ χρυσοῠ, war = 20 Silberdrachmen, ungefähr 5 Taler, der Kyzikener = 28 Drachmen; στατῆρες Δαρεικοί, die Darius Hystaspis schlagen ließ, die im Allgemeinen unserem Friedrichsd'or entsprechen
См. также в других словарях:
στατῆρες — στατήρ standard coin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των δυνάμεων. Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες δ.: εκείνα που μετρούν απευθείας την άγνωστη ένταση μίας δύναμης, συγκρίνοντάς την με την ένταση ενός μεγέθους της ίδιας μορφής (π.χ. τα δ. διά μοχλού, τα… … Dictionary of Greek
στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» … Dictionary of Greek
τριστάτηρος — ον, Α αυτός που αξίζει τρεις στατήρες, που η τιμή του είναι τρεις στατήρες («τριστάτηρος χλαμύς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάτηρος (< στατήρ, ῆρος «μονάδα βάρους, νομισματική μονάδα»), πρβλ. δεκα στάτηρος] … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
λαμψακηνός — ή, ό (Α λαμψακηνός, ή, όν) [Λάμψακος] αυτός που προέρχεται από τη Λάμψακο αρχ. φρ. «λαμψακηνοὶ στατῆρες» χρυσά νομίσματα που κόπηκαν στη Λάμψακο … Dictionary of Greek
μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
φιλίππειος — α, ο / φιλίππειος, εία, ον, ΝΑ [Φίλιππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βασιλιά τής Μακεδονίας Φίλιππο Β , πατέρα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι φιλίππειοι (ενν. στατήρες) (στην αρχ.) χρυσά νομίσματα που κόπηκαν από… … Dictionary of Greek
Αλυζία — Αρχαία πόλη της Ακαρνανίας, που σύμφωνα με την παράδοση έχτισε ο Αλυζεύς. Η πόλη αυτή (που αναφέρεται επίσης ως Αλύζεια) βρισκόταν στη δυτική ακτή της Ακαρνανίας, περίπου τρία χιλιόμετρα από τη θάλασσα, κοντά στο σημερινό χωριό Καντήλα και… … Dictionary of Greek