-
1 φώκαις
φώκηseal: fem dat pl -
2 φώκαια
φώκαια, ἡ,A Phocaea, h.Ap.35, Hdt.1.80, etc.:—[full] φωκαῆθεν, Adv. from Ph., Luc.Lex.7:—hence [full] φωκαιεύς, [dialect] Att. [full] φωκᾱεύς, ὁ, Phocaean, Hdt.1.163, Th.1.13, etc.; also [full] φωκαϊκός, ή, όν, ὀβολός IG11(2).161
B21 (Delos, iii B. C.); στατῆρε ib.22.1388A42; στατῆρες Φωκαεῖς, v. στατήρ:—fem. [full] φωκαΐς, ΐδος, Ael.VH12.1, St.Byz. s.v. Φώκαια; φωκαΐδες ἕκται χρυσίου, of coins, IG12.310.105, cf. 22.1382.18; Φωκαΐς alone, IG11(2).161A4, al. (Delos, iii B. C.): [var] Dim. [full] φωκαιίδιον, τό, Inscr.Délos 1429 B i68 (ii B. C.); [full] φωκαΐδιον, ib. 1432 Ab ii 41 (ii B. C.).
См. также в других словарях:
φωκαΐς — και φωκαιΐς, ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. ως κύριο όν. Φωκαΐς τίτλος ποιήματος τού Ομήρου αρχ. 1. γυναίκα από τη Φώκαια, πόλη τής Μικράς Ασίας 2. η ευρύτερη περιοχή τής παραπάνω πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μακεδον ίς)] … Dictionary of Greek
φώκαις — φώκη seal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)