-
1 στατήρ
στατήρ, - ῆροςGrammatical information: m.Meaning: des. of a weight and (usu.) of a coin, `stater' (IA.); στατῆρες as opposite of ἀποδοτῆρες `returner' (Epich. 116), after Et. Gen. = χρεῶσται, `debtor', prob. prop. "those who weigh themselves (the money)", cf. ὀβολο-στατήρ (Hdn. Gr.) = ὀβολο-στάτης `obol weigher, usurer' (Ar. a.o.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 48).Compounds: As 2. member with themat. vowel enlargement in bahuvrihicompp., e.g. δεκα-στάτηρ-ος `concerning ten st.' (Arr.), - ον n. `sum or weight of ten st.' (Att. a. Cret. inscr.).Derivatives: στατηρ-ίσκος (- ισμός?) des. of a tax (pap.), - ιαῖος `worth or weighing one st.' (Theopomp. Com., hell. a. late).Etymology: To ἵστημι in the sense of `put on the balance, weigh off, to', so prop. "the weigher" like ἀναστα-τήρ `who drives away, destroyer' (A.) to ἀν-ίστημι. Further remarks (slightly diff.) by Benveniste Noms d'agent 50. Beside it, also with zero grade, but with ο-ablaut Lat. Stator, - ōris surn. of Jupiter (cf. Wissowa P.-W. 2: 3, 2227 f.); with full grade in intr. meaning Skt. sthā́tar- m. `driver of a car', prop. "who stands on the car". Lat. LW [loanword] statēr. -- Further s. ἵστημι.Page in Frisk: 2,778Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στατήρ
-
2 δεκάλιτρος
δεκά-λιτρος, ον,A weighing or worth tenλίτραι, στατήρ Epich.10
, Arist.Fr. 510: as Subst., δεκάλιτρον, τό, coin worth tenλίτραι, ὁ μισθὸς δ. Sophr.37
, cf. Poll.9.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάλιτρος
См. также в других словарях:
ημιστάτηρον — ἡμιστάτηρον, τὸ (Α) μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατον στάτηρον, πεντηκοντα στάτηρον] … Dictionary of Greek
πενταστάτηρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος πέντε στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek
τετραστάτηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek
τριστάτηρος — ον, Α αυτός που αξίζει τρεις στατήρες, που η τιμή του είναι τρεις στατήρες («τριστάτηρος χλαμύς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάτηρος (< στατήρ, ῆρος «μονάδα βάρους, νομισματική μονάδα»), πρβλ. δεκα στάτηρος] … Dictionary of Greek