Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπάζει

См. также в других словарях:

  • σπάζει — Α (αχαϊκ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «σκυζᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από το ρ. σπάω* / σπῶ] …   Dictionary of Greek

  • PrimeTel — Infobox Company company name = PrimeTel PLC company type = public utility location = Cyprus area served = Cyprus industry = Telecoms products = Telephone Cable television Broadband homepage = http://www.prime tel.com/ foundation = 2003PrimeTel… …   Wikipedia

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • δυσκατάτακτος — δυσκατάτακτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα σπάζει …   Dictionary of Greek

  • δυσραγής — δυσραγής, ές (Α) αυτός που δύσκολα ρήγνυται, σπάζει …   Dictionary of Greek

  • δύσθλαστος — δύσθλαστος, ον (Α) αυτός που δεν σπάζει εύκολα …   Dictionary of Greek

  • ευκέαστος — εὐκέαστος, ον (Μ) αυτός που σχίζεται ή σπάζει εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεαστος (< κεάζω «σχίζω»), πρβλ. α κέαστος] …   Dictionary of Greek

  • ευκολοσύντριφτος — η, ο αυτός που συντρίβεται, που σπάζει εύκολα …   Dictionary of Greek

  • ευκολόσπαστος — η, ο αυτός που σπάζει εύκολα, ο εύθραυστος, ο ευκολοτσάκιστος …   Dictionary of Greek

  • ευπερίθραυστος — εὐπερίθραυστος, ον (Α) αυτός που εύκολα σπάζει γύρω γύρω, ο εύθραυστος, ο ευκολοτσάκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι θραύω] …   Dictionary of Greek

  • εύκλαστος — εὔκλαστος, ον (Α) αυτός που σπάζει εύκολα, ο εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλαστός (< κλω «σπάζω, κόβω σε κομμάτια»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»