-
41 μπόμπα
η1) бомба; снаряд;εκρηκτική (εμπρηστική) μπόμπα — фугасная (зажигательная) бомба;
ατομική (υδρογογική) μπόμπα — атомная (водородная) бомба;
μπόμπα ναπάλμ — напалмовая бомба;
ωρολογιακή μπόμπα — бомба с часовым механизмом, адская машина;
βραδυφλεγής μπόμπα — бомба замедленного действия;
2) большая бочка;3) газовый баллон; 4) перен., ирон. бочка (о женщине);§ είσορμώ ( — или μπαίνω) σαν μπόμπα — влететь бомбой, как бомба;
πέφτω σαν μπόμπα — свалиться как снег на голову
-
42 μύγα
μύγ||α η1) муха; 2) овод; слепень;τα 'πιάσε η μύγα τα ζά — овод замучил животных;
§ χάφτω μύγες — или βαράω μύγες — а) ловить мух, бездельничать; — б) ротозейничать, считать ворон;
βγάζει κι' από τη μύγα ξύγκι — он и из мухи сала натопит;
αυτό είναι σαν τη μύγ μεσ' στο γάλα — а) это подходит (тебе, ему, ей) как корове седло; — б) это сразу видно, это бросается в глаза;
κόλλησε σαν τη μύγα στο μέλι — он прилепился, как муха к мёду, пристал как банный лист;
σα μύγα σε βλέπω — ты для меня ничто, червяк
-
43 τρίχα
η1) волос; 2) ворсинка;§ κρέμομαι από μιά τρίχα — висеть на волоске;
παρά τρίχα... — чуть не...;
σηκώθηκαν οι τρίχες μου — волосы у меня встали дыбом;
είμαι στην τρίχα — быть одетым с иголочки;
ήρθε στην τρίχα — он висит на волоске;
σκίζει την τρίχα — он и с камня лыко дерёт;
τον έβγαλε σαν την τρίχα απ' το προζύμι — он его вывел на чистую воду;
τρίχες (κατσαρές) — пустяк, ерунда;
σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες когда на ладони волосы вырастут; = когда рак свистнет -
44 χιόνι
τό1) снег;πέφτει χιόνι — идёт снег;
2) лёд, ледышка (о чём-л. холодном);τα χέρια σου είναι χιόνι — у тебя руки как лёд;
3) перен. белизна;τα κάμνω χιόνι τα ασπρόρρουχα — доводить бельё до снежной белизны;
§ σαν τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим1;
αγαπώ σαν (τό) χιόνι στον κόρφο μου — любить как собока палку
-
45 ψοφώ
-
46 αγάς
ο1) ист. ага; 2) перен. барин;ζω σαν αγάς — жить барином
-
47 αγρίμι
αγρίμικό τό1) дикое животное, зверь; 2) перен. дикарь; бирюк, нелюдим;κάνω σαν αγρίμι — дичиться;
γίνομαι αγρίμι — дичать;
3) см. αγριοκάτσικο;4) деревенщина -
48 άκακος
η, ο [ος, ον ] кроткий, незлобивый; добрый, простодушный; безобидный; безвредный;άκακος σαν αρνάκι — кроткий как ягнёнок
-
49 άλλος
η, ο (γεν. άλλου, ης, ου и αλλουνού, αλληνής, αλλουνού) 1.1) другой, иной;άλλα σκέπτεται κι· άλλα λέγει — думает одно, а говорит другое;
έγινε άλλος άνθρωπος — он стал другим человеком;
αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другое дело;
μ· άλλο τρόπο — по-иному, другим способом;
μ· άλλα λόγια — другими словами;
σ· άλλο μέρος — в другом месте;
ούτε το ένα ούτε το άλλο — ни то ни другое;
2) остальной, прочий οι άλλ — чн остальные, прочие;
3) такой же, равноценный;δεν έχουμε άλλον σαν κι· αδτόν — ему нет равного;
4) дополнительный;ήλθαν άλλοι δυό — пришли ещё двое;
θέλω και άλλα χρήματα — мне нужны ещё деньги;
περισσότερο από κάθε άλλη φορά — больше, чем когда бы то ни было;
5) следующий; ближайший;κάθομαι στην άλλη γειτονιά — жить по соседству;
άλλη φορά — в другой раз; — в следующий раз;
§ ο άλλος κόσμος — а) потусторонний мир; — б) иной мир;
κάθε άλλο — никоим образом, ничего подобного, ничуть не бывало, нисколько; — напротив;
Σας -
50 αμίλητος
η, ο1) молчаливый, неразговорчивый; безмолвный;αμίλητος σαν ψάρι — немой как рыба;
2) скромный; застенчивый, робкий;3) необщительный, нелюдимый; угрюмый; 4) надменный, высокомерный; 5) перед которым ещё не ходатайствовали; -
51 αμπέλι(ον)
-
52 αμπέλι(ον)
-
53 αναφαγιά
η1) недоедание; голодание;απ· την αναφαγιά έγινε σαν τσίρος — от недоедания он стал худой как вобла;
2) умеренность, воздержанность в пище -
54 ανεμοδούρα
η1) флюгер; 2) вентилятор; вентиляционная труба; 3) ветреное место; 4) вихрь; 5) см. ανέμη; 6) см. ανεμίδι 2; 7) проворный, подвижный человек; 8) перен. ветреник, ветрогон (о человеке);§ γυρίζω [σαν ανεμοδούρα — кружиться как белка в колесе
-
55 αποτέλεσμα
-
56 αστραπή
η1) молния;(σαν) αστραπή — с быстротой молнии, молниеносно;
τα μάτια του πετούν αστραπές — глаза его мечут молнии;
2) сверкание, вспышка -
57 αχνός
ο1) см. άχνα 1, 3; 2) пар;§ ανθογυαλι σαν αχνός — очень хрупкая виза
αχνός2/2ή, ό1) бледный; болезненный, худосочный, хилый; 2) тусклый (о свете); 3) слабый, тихий (о звуке); 4) линялый, бесцветный; 5) серый, хмурый (о небе); 6) нежный, мягкий;αχνά χέρια — нежные руки
-
58 βαριά
I η молотβαριά2II επίρρ.1) тяжело; сильно; много;βαριά2του κακοφάνηκε — он очень огорчён;
μυρίζει βαριά2 — очень неприятно пахнет;
τό παίρνω βαριά2 — сильно переживать;
2) серьёзно, опасно;άρρωστος βαριά2 — или βαριά2 άρρωστος — тяжелобольной;
3) крепко, глубоко;κοιμούμαι βαριά2 — спать глубоким сном;
§ ακούω βαριά2 — плохо слышать;
χορεύει βαριά2, σαν αρκούδα — он танцует как медведь
-
59 βάση
[-ις (-εως)] η1) основание; фундамент; опора;στη βάση τού μνημείου — у основания памятника;
2) основание, причина, мотив;νόμιμη βάση — законное основание;
επί τη βάσει τού νόμου... — на законном основании;
3) база, основа;υλική (ενεργειακή) βάση — материальная (энергетическая) бгш;
βάση πρώτων υλών — сырьевая база;
παίρνω σαν βάση — или αποδέχομαι ως βάσιν — принимать за основу;
βάζω τίς βάσεις — закладывать основы;
έχω βάση — базироваться (на чём-л.);
4) перен. база, основа, подготовка;είχε καλές βάσεις από το δημοτικό — у него была хорошая подготовка ещё с начальной школы;
5) воен, база;πυραυλικές βάσεις — или βάσεις πυραύλων — ракетные базы;
ναυτική βάση — военно-морская база;
αεροπορική βάση — военно-воздушная база;
6) проходной балл (на конкурсных экзаме- нах);δέν έλαβε την βάση — он не набрал нужного количества очков;
7) ставка;τιμολογικές βάσεις — тарифные ставки;
8) тех станина; шасси;9) филос, базис;η βάση και το εποικοδόμημα — базис и надстройка;
10) хим., мат. основание;11) анат. основание;βάση κρανίου — основание черепа;
12) πλ. основы;βάσεις τού μαρξισμού-λενινισμού — основы марксизмаленинизма;
13) πλ. устои;βάσεις της κοινωνίας — устои общества;
ηθικές βάσεις — нравственные устои;
έχει ηθικές βάσεις — он человек высокой нравственности;
§ βάζω ( — или δίδω) βάση σε... — доверять, верить, полагаться;
επί τη βάσει... — или βάσει... (με γεν.) — на основе, на базе чего-л., на основании чего-л., исходя из...
-
60 βολίδα
[-ις(-ίδος)] η 1) см. βόλι 1;2) ист. стрел!; копьё; 3) стрела молнии; 4) мор. лот; 5) астр. болид; 6) бросок (при игре в кости);§ πέρασε σάν βολίδα — он пронёсся пулей, стрелой
См. также в других словарях:
σάν — s indeclform (indecl) σά̱ν , σός thy fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαν — (I) και σα Ν (μόριο) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό) 1. (κυρίως με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή χωρίς άρθρο ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, καθώς (α. «φωνάζει σαν βόδι» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» λέγεται σε οικείο ή φίλο με την… … Dictionary of Greek
σαν — 1. τροπικό προθετικό επίρρ. – Πέθανε σαν παλικάρι. – Μου μίλησε σαν φίλος. 2. μου φαίνεται πως: Σαν καλός είναι. – Σαν πολλά λέει. 3. σύνδ. αιτιολ.: Σαν είδε πως δεν μπορεί να κάμει τίποτε, σηκώθηκε και έφυγε. 4. σύνδ. υποθ.: Σαν θέλεις, πήγαινε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάν — (III) τὸ, Α δωρική ονομασία τού γράμματος σίγμα («τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβραϊκό šīn] … Dictionary of Greek
Σαν Χουάν — (San Juan Bautista de Puerto Rico). Πόλη (820 442 κάτ.), πρωτεύουσα του Πουέρτο Ρίκο. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του μεγάλου αμερικανικού νησιού, κατά ένα μέρος σ’ ένα κοραλλιογενές νησί και κατά ένα μέρος κατά μήκος της ακτής. Η πόλη,… … Dictionary of Greek
Σαν Σαλβαδόρ — (San Salvador). Πόλη 459.902 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ελ Σαλβαδόρ και του ομώνυμου νομού (886 τ. χλμ., 1.266.200 κάτ.)· βρίσκεται επί του ποταμού Ασελουάτε και στους πρόποδες του ηφαίστειου Σαν Σαλβαδόρ (1.950 μ.), στον… … Dictionary of Greek
Σαν Χοσέ — (San Jose). Πόλη (290 570 κάτ.), πρωτεύουσα της Κόστα Ρίκα και της ομώνυμης επαρχίας (4960 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε ύψος 1172 μ. σ’ ένα από τα ευφορότερα υψίπεδα (Μεσέτα Σεντράλ) του Ισθμού του Παναμά, 80 χλμ. από το λιμάνι της, την Πουνταρένας,… … Dictionary of Greek
Σαν Αντόνιο — (San Antonio). Πόλη (935 933 κάτ.) των νότιων ΗΠΑ, στο Τέξας, αριστερά του ομώνυμου ποταμού και στη συμβολή μερικών οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών που συνδέουν τις κεντρικές και νοτιοανατολικές ΗΠΑ με τις μεξικανικές πόλεις Μοντερέυ, Σαν… … Dictionary of Greek
Σαν Ντιέγκο — (San Diego). Πόλη (1.110.549 κάτ.), των δυτικών ΗΠΑ, στην Καλιφόρνια, 25 χλμ. από τα σύνορα με το Μεξικό, στην ανατολική όχθη του ομώνυμου κόλπου. Η πόλη, εξαιτίας του εξαιρετικά ήπιου κλίματος της, είναι μία από τις περιφημότερες της Καλιφόρνιας … Dictionary of Greek
Σαν Ρέμο — (San Remo). Πόλη (περ. 59635 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία Ιμπέρια, το πιο πολυσύχναστο κέντρο χειμερινών διακοπών της Ριβιέρας. Απλώνεται στο κέντρο ενός κολπίσκου που τριγυρίζετε αμφιθεατρικά από λόφους με πυκνή βλάστηση και διακρίνεται σε δύο … Dictionary of Greek
Σαν Σεμπαστιάν — (San Sebastian). Πόλη (περ. 181.794 κάτ.)της Β. Ισπανίας, πρωτεύουσα της βασικής επαρχίας Γκουιπούθκοα. Είναι χτισμένη κοντά στις εκβολές του ποταμού Ουρουμέα στο Βισκαϊκό κόλπο, πάνω σε έναν μικρό κόλπο, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονται οι… … Dictionary of Greek