-
1 ανεμίδι
τό1) см. ανέμη; 2) ручной волокноотделитель; 3) πλ. мякина -
2 ανεμίδα
η1) метательная машина; 2) см. ανεμίδι 2 -
3 ανεμοδούρα
η1) флюгер; 2) вентилятор; вентиляционная труба; 3) ветреное место; 4) вихрь; 5) см. ανέμη; 6) см. ανεμίδι 2; 7) проворный, подвижный человек; 8) перен. ветреник, ветрогон (о человеке);§ γυρίζω [σαν ανεμοδούρα — кружиться как белка в колесе
См. также в других словарях:
ανεμίδι — Ελαφρός άνεμος· έτσι ονομάζεται επίσης και η ανέμη (βλ. λ.). (Βοτ.) Α. λέγεται το περίβλημα των κόκκων του σιταριού και των οσπρίων, που παρασύρονται από τον άνεμο κατά το λίχνισμα. Τα α. περιέχουν θρεπτικές ουσίες ανώτερες από εκείνες του άχυρου … Dictionary of Greek
ανεμίδι — το ιού, όργανο με το οποίο τυλίγεται το νήμα από την ανέμη στα μασούρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέμη — Σύνεργο της λαϊκής κλωστικής. Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας λέγεται και ανεμοδούρα. Αποτελείται από έναν ξύλινο στύλο στηριγμένο σε βάθρο και ξύλινα πλαίσια εξαρτημένα με σταυροειδή διάταξη γύρω από αυτόν. Τα πλαίσια αυτά σχηματίζουν ένα είδος… … Dictionary of Greek
ανεμίδα — (I) η 1. η πολύ ψιλή, σχεδόν αδιόρατη βροχή 2. ο φλοιός του σταριού ή οι κούφιες σταφίδες που παρασύρονται από τον άνεμο κατά το λίχνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεμίδι < μσν. ανεμίδιον «ελαφρός άνεμος»]. (II) η [ανέμη] 1. η ανέμη 2. χειροκίνητο… … Dictionary of Greek