Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ήλθαν

См. также в других словарях:

  • ἦλθαν — ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Battle of the Olive Grove of Koundouros — Infobox Military Conflict conflict=Battle of the Olive Grove of Koundouros partof=the Fourth Crusade caption= date=1205 AD place= Messenia, Peloponnese result=Decisive Frankish victory combatant1=Franks combatant2=Byzantines commander1=William of …   Wikipedia

  • Αθίγγανος — ο (Μ Ἀθίγγανος) νεοελλ. αυτός που ανήκει στη φυλή τών Τσιγγάνων μσν. (κατά το Ετυμολογικόν Μέγα, «ἀθίγγανος, ὁ μὴ θέλων τινί προσεγγίσαι» ο πληθ. ως ουσ. οἱ Ἀθίγγανοι προσωνυμία και τών αιρετικών Μελχισεδεκιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θιγγάνω… …   Dictionary of Greek

  • νησιωτική οικολογία — Η μελέτη των οικολογικών σχέσεων οι οποίες αναπτύσσονται στο νησιωτικό περιβάλλον. Δεν αποτελεί χωριστό επιστημονικό κλάδο, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το οποίο οφείλεται στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στα νησιά …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 2427 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 2427 Text …   Wikipedia

  • Codex Zacynthius — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 040 Facsimile from Tregelles edition …   Wikipedia

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • Σκύθες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ρωσία και τον οποίο γνωρίζουμε από τις πληροφορίες που δίνει ο Ηρόδοτος στο 4o βιβλίο του, καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας ως την …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ …   Dictionary of Greek

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»