-
121 τσελίκι
τό1) сталь;γερός σαν τσελίκι — крепкий как сталь;
2) «чижик» (заострённая короткая палочка в игре в «чи жики») -
122 τσέπη
η карман;απ' την τσέπη μου — из своего кармана, за свой счёт;
μιά τσέπη καρύδια — карман орехов;
§ βάζω στην τσέπη μου — прикарманивать;
τόχω στην τσέπη — считай, что это у меня в кармане; — дело в шляпе;
ξέρω κάτι σαν την τσέπη μου — знать что-л, как свои пять пальцев
-
123 φλουρί
το дукат, цехин; золотая монета;§ βουτηγμένος στο φλουρί — или γεμάτος φλουρίά — очень богатый;
γίνομαι (κίτρινος) σαν το φλουρί — побледнеть (от страха и т. п.)
-
124 φούρνος
ο1) печь;ανάβω (καίω) το φούρνο — растапливать (топить) печь;
2) духовка;3) пекарня; 4) топка (парового котла);§ κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε ( — или γκρέμισε, χάλασε, έκεσε) — словно гром среди ясного неба;
φούρνος (ας)
μην καπνίσει! — пропади всё пропадом!;εδώ είναι φούρνος — ну и баня здесь!
-
125 φυτό(ν)
το растение;§ ζω σαν φυτό(ν) — вести растительный образ жизни
-
126 φυτό(ν)
το растение;§ ζω σαν φυτό(ν) — вести растительный образ жизни
-
127 χάρος
ο смерть;§ παλεύω με το χάρο — быть при последнем издыхании, быть в агонии;
τον πήρε ο χάρος — он умер;
όποιον πάρει ο χάρος ( — убивать) без разбора;
τον βλέπω σαν τον χάρο — я его ненавижу;
τον ξέχασε ο χάρος — про него и смерть забыла (о старом человеке);
κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη — погов, жизнь — плутовка, смерть — воровка
-
128 χελώνα
η1) черепаха; 2) панцирь (черепахи); 3) свинцовый лист;§ σαν τη χελώνα — как черепаха;
με ρυθμούς χελώνας — черепашьим шагом или темпом
См. также в других словарях:
σάν — s indeclform (indecl) σά̱ν , σός thy fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαν — (I) και σα Ν (μόριο) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό) 1. (κυρίως με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή χωρίς άρθρο ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, καθώς (α. «φωνάζει σαν βόδι» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» λέγεται σε οικείο ή φίλο με την… … Dictionary of Greek
σαν — 1. τροπικό προθετικό επίρρ. – Πέθανε σαν παλικάρι. – Μου μίλησε σαν φίλος. 2. μου φαίνεται πως: Σαν καλός είναι. – Σαν πολλά λέει. 3. σύνδ. αιτιολ.: Σαν είδε πως δεν μπορεί να κάμει τίποτε, σηκώθηκε και έφυγε. 4. σύνδ. υποθ.: Σαν θέλεις, πήγαινε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάν — (III) τὸ, Α δωρική ονομασία τού γράμματος σίγμα («τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβραϊκό šīn] … Dictionary of Greek
Σαν Χουάν — (San Juan Bautista de Puerto Rico). Πόλη (820 442 κάτ.), πρωτεύουσα του Πουέρτο Ρίκο. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του μεγάλου αμερικανικού νησιού, κατά ένα μέρος σ’ ένα κοραλλιογενές νησί και κατά ένα μέρος κατά μήκος της ακτής. Η πόλη,… … Dictionary of Greek
Σαν Σαλβαδόρ — (San Salvador). Πόλη 459.902 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ελ Σαλβαδόρ και του ομώνυμου νομού (886 τ. χλμ., 1.266.200 κάτ.)· βρίσκεται επί του ποταμού Ασελουάτε και στους πρόποδες του ηφαίστειου Σαν Σαλβαδόρ (1.950 μ.), στον… … Dictionary of Greek
Σαν Χοσέ — (San Jose). Πόλη (290 570 κάτ.), πρωτεύουσα της Κόστα Ρίκα και της ομώνυμης επαρχίας (4960 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε ύψος 1172 μ. σ’ ένα από τα ευφορότερα υψίπεδα (Μεσέτα Σεντράλ) του Ισθμού του Παναμά, 80 χλμ. από το λιμάνι της, την Πουνταρένας,… … Dictionary of Greek
Σαν Αντόνιο — (San Antonio). Πόλη (935 933 κάτ.) των νότιων ΗΠΑ, στο Τέξας, αριστερά του ομώνυμου ποταμού και στη συμβολή μερικών οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών που συνδέουν τις κεντρικές και νοτιοανατολικές ΗΠΑ με τις μεξικανικές πόλεις Μοντερέυ, Σαν… … Dictionary of Greek
Σαν Ντιέγκο — (San Diego). Πόλη (1.110.549 κάτ.), των δυτικών ΗΠΑ, στην Καλιφόρνια, 25 χλμ. από τα σύνορα με το Μεξικό, στην ανατολική όχθη του ομώνυμου κόλπου. Η πόλη, εξαιτίας του εξαιρετικά ήπιου κλίματος της, είναι μία από τις περιφημότερες της Καλιφόρνιας … Dictionary of Greek
Σαν Ρέμο — (San Remo). Πόλη (περ. 59635 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία Ιμπέρια, το πιο πολυσύχναστο κέντρο χειμερινών διακοπών της Ριβιέρας. Απλώνεται στο κέντρο ενός κολπίσκου που τριγυρίζετε αμφιθεατρικά από λόφους με πυκνή βλάστηση και διακρίνεται σε δύο … Dictionary of Greek
Σαν Σεμπαστιάν — (San Sebastian). Πόλη (περ. 181.794 κάτ.)της Β. Ισπανίας, πρωτεύουσα της βασικής επαρχίας Γκουιπούθκοα. Είναι χτισμένη κοντά στις εκβολές του ποταμού Ουρουμέα στο Βισκαϊκό κόλπο, πάνω σε έναν μικρό κόλπο, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονται οι… … Dictionary of Greek