-
1 Ανύπαντρος βασιλικός όπου κι αν πάει μυρίζει
• Холостяк всюду желанный гостьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ανύπαντρος βασιλικός όπου κι αν πάει μυρίζει
-
2 μυρίζω
1. μετ.1) нюхать, обонять; 2) перен. чуять; чувствовать;κάτι μού μυρίζει — я предчувствую что-то неладное;
3) вынюхивать, пронюхивать;§ δε μύρισα τα δάχτυλα μου откуда мне было знать; 2. αμετ. пахнуть; благоухать; вонять;μυρίζω ωραία (άσχημα) — пахнуть хорошо (плохо);
τό κρέας αρχίζει να μυρίζει — мясо начинает портиться;
αυτός μυρίζει (από) κρασί — от него пахнет вином;
§ μυρίζει μπαρούτι — пахнет порохом;
ο *νας της βρωμά κι' ο άλλος της μυρίζει — погов, и тот ей плох, и этот нехорош (о разборчивой невесте);
1) — обонять; — чуять (о животных);μυρίζομαι μετ.
2) предчувствовать, чуять;κάτι μυρίστηκα я чувствовал, что тут что-то не то;§
μυρίζομαι στον αέρα — нюхать воздух (о собаке) -
3 ανύπανδρος
ος, ον, ανύπαντρος, η, ο неженатый, холостой; незамужняя;§ ανύπα βασιλικός όπου κ' άν πάει μυρίζει — погов. холостяк везде желанный гость
-
4 βαριά
I η молотβαριά2II επίρρ.1) тяжело; сильно; много;βαριά2του κακοφάνηκε — он очень огорчён;
μυρίζει βαριά2 — очень неприятно пахнет;
τό παίρνω βαριά2 — сильно переживать;
2) серьёзно, опасно;άρρωστος βαριά2 — или βαριά2 άρρωστος — тяжелобольной;
3) крепко, глубоко;κοιμούμαι βαριά2 — спать глубоким сном;
§ ακούω βαριά2 — плохо слышать;
χορεύει βαριά2, σαν αρκούδα — он танцует как медведь
-
5 βρωμάω
αμετ.1) скверно пахнуть; издавать зловоние; вонять (разг); εβρώμησε το κρέας мясо протухло; 2) απρόσ. дурно пахнет;§ όποιος κάθεται βρωμαει — безделье губит человека;
βρωμαν τα ψάρια στην αγορά — на рынке полно рыбы;
τό ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι — погов, рыба тухнет с головы;
τό *να τού βρωμάει και τ' άλλο τού μυρίζει — ему не потрафишь
-
6 γάλα
τό1) молоко;γάλα αγνό (αποβουτυρωμένο) — цельное (снятое) молоко;
ξινισμένο — прокисшее молоко;αβραστο γάλα — парное молоко; — некипячёное молоко;
βρασμένο γάλα — кипячёное молоко;
συμπυκνωμένο γάλα — или γάλα του κουτιού — сгущённое молоко;
νερωμένο γάλα — разбавленное водой молоко;
γάλα σκόνη — сухое молоко;
αρνί τού γάλακτος молочный ягнёнок;τό γάλα έκοψε — молоко свернулось;
2) молоко, млечный сок (растений);3:γάλα ιχθύων — молока;
§ καί τού πουλιού το γάλα — птичье молоко;
τό στόμα του ακόμα μυρίζει γάλα — у него ещё молоко на губах не обсохло;
έγιναν όλα μέλι γάλα — всё уладилось;
κι' από στέρφα γίδα γάλα βγάζει — погов, он может и от яловой козы молока надоить
-
7 κλεισούρα
η1) узкий проход; ущелье; 2) перен. непроветриваемое место, помещение;τό σπίτι μυρίζει κλεισούρα — в помещении спёртый воздух;
3) затворничество;δεν βαστώ πιά την κλεισούρα — не могу больше сидеть взаперти
-
8 κρασίλα
η1) запах вина; 2) перегар, винный дух;βρωμάει ( — или μυρίζει) κρασίλες — от него разит вином
-
9 μπαρούτη
η ;μπαρούτι τό — порох;
§ καπνός μπαρούτι — слишком крепкий курительный табак;
μυρίζει ( — или βρωμάει) μπαρούτη — пахнет порохом;
έφαγε τη ( — или τό) μπαρού με τίς φούχτες — он закалён в боях; — он бывалый солдат;
είναι μπαρούτι μοναχό — а) он чертовски умён; — б) он очень вспыльчив, настоящий порох;
Ζγινε μπαρού — он пришёл в ярость;
στάχτη και μπαρούτη να γίνουν όλα! — пусть всё провалится в тартарары; — пропади всё пропадом!
См. также в других словарях:
μυρίζει — μυρίζω rub with ointment pres ind mp 2nd sg μυρίζω rub with ointment pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
παλαμίδα — (pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους… … Dictionary of Greek
τσικνίζω — Ν [τσίκνα] 1. περικαίω κάτι στη χύτρα έτσι ώστε να μυρίζει τσίκνα 2. τσιγαρίζω, καβουρντίζω 3. (αμτβ.) αναδίδω οσμή τσίκνας 4. μτφ. γιορτάζω, διασκεδάζω την Τσικνοπέμπτη 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τσικνισμένος, η, ο (ιδίως για φαγητό)… … Dictionary of Greek
μυρίζω — μύρισα, μυρίστηκα, μυρισμένος 1. μτβ., οσφραίνομαι, οσμίζομαι: Μυρίζω το άρωμα του γιασεμιού. 2. αμτβ., αναδίνω ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρουδιά: Μυρίζει ο ιδρώτας του. 3. φρ., «Μυρίζει μπαρούτη», βλ. μπαρούτη· «Μύρισα τα δάχτυλά μου»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… … Wikipedia
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αλίπνοος — ἁλίπνοος, ον (Α) αυτός που αποπνέει, που μυρίζει θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πνοος < πνοή) … Dictionary of Greek
ατσίκνιστος — και ατσίκνωτος, η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν έπιασε τσίκνα, που δεν κόλλησε στην κατσαρόλα 2. (για χώρους) αυτός που δεν μυρίζει τσίκνα … Dictionary of Greek
αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… … Dictionary of Greek