-
1 Νηστικό αρκούδι δε χορεύει
• Соловья баснями не кормят• Какова плата, такова и работа• Каковы деньги, таков и молебен• Сколько пива, столько и песенИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Νηστικό αρκούδι δε χορεύει
-
2 Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει
• На голодный желудок не попляшешь• Голодное брюхо к работе глухоИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει
-
3 Ο ποντικός χορεύει και ο γάτος μαγειρεύει
• Пляши, да не записывайся• Дума за горами, а смерть за плечамиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ποντικός χορεύει και ο γάτος μαγειρεύει
-
4 χορεύω
(αόρ. εχόρευσα и εχόρεψα) 1. αμετ.1) танцевать; плясать (народные танцы); 2) перен. плясать, дрожать, прыгать, подпрыгивать; χόρευε το καράβι απ' τη θάλασσα море швыряло судно;χορεύει το πάτωμα από... — пол ходит ходуном от... χορεύουν τα πράγματα γύρω μου — вещи пляшут вокруг меня;
χορεύει η καρδιά μου από τρόμο — моё сердце содрогается от ужаса;
2. μετ.1) брать в партнёры (кого-л.); танцевать (с кем-л.); εχόρεψα όλα τα κορίτσια я (пере)танцевал со всеми девушками; 2) танцевать (что-л.);χορεύ συρτό (βαλς) — танцевать сиртос (вальс);
§ θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί он у меня попляшет;τό Ησαΐα χόρεύε венчание; τώρα πού μπήκες στο χορό θα χορέψεις посл, коли встал в круг, надо танцевать; взялся за гуж, не говори, что не дюж; χόρευε κυρά, και σειού, μα έχε κι' έννοια τού σπιτιού посл, гулять, хозяюшка, гуляй, а про дом не забывай -
5 αρκούδι
το медвежонок;§ νηστικό αρκούδι δεν χορεύει — погов. на голодный желудок не попляшешь; — голодное брюхо к работе глухо
-
6 βαριά
I η молотβαριά2II επίρρ.1) тяжело; сильно; много;βαριά2του κακοφάνηκε — он очень огорчён;
μυρίζει βαριά2 — очень неприятно пахнет;
τό παίρνω βαριά2 — сильно переживать;
2) серьёзно, опасно;άρρωστος βαριά2 — или βαριά2 άρρωστος — тяжелобольной;
3) крепко, глубоко;κοιμούμαι βαριά2 — спать глубоким сном;
§ ακούω βαριά2 — плохо слышать;
χορεύει βαριά2, σαν αρκούδα — он танцует как медведь
-
7 νηστικός
η и ιά, ό[ν] голодный; ничего не евший;είμαι νηστικός — я ничего не ел;
παίρνω το γιατρικό νηστικός — принимать лекарство натощак;
§ νηστικό αρκούδι δε χορεύει — погов, голодный медведь не танцует; — даром никто ничего не делает
См. также в других словарях:
χορεύει — χορεύω dance a round pres ind mp 2nd sg χορεύω dance a round pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
νεφρίτης — Ορυκτό μεταπυριτικό άλας του μαγνησίου και του ασβεστίου, που πολλές φορές αντικαθίσταται κατά ένα μέρος από σίδηρο. Ανήκει στην ομάδα του ακτινολίθου (αμφίβολοι)· το χρώμα του είναι πρασινωπό έως λευκό, οι κρύσταλλοι του ανήκουν στο μονοκλινές… … Dictionary of Greek
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek
Αγαρίστη — (6ος αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο Κόρη του περίφημου τύραννου της Σικυώνας Κλεισθένη, σύζυγος του Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνιδών της Αθήνας, και μητέρα του Κλεισθένη, του γνωστού μεταρρυθμιστή της Αθήνας. Από το ίδιο γένος των Αλκμεωνιδών… … Dictionary of Greek
Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… … Wikipedia
CALAMAULES — Graece Καλαμαύλης, μόνανλος, qui unicam tibiam inflabat. Tibiarum enim materia antiquitus, harundines, an prima fuerit, incertum: ex offibus enim hinnuleorum primam omnium a Minerva factam esle, sunt qui tradant. Coeterum apud Veteres tibia… … Hofmann J. Lexicon universale
STATICULUM — apud Plin. l. 37. c. 10. ubi de Achate gemma, Reddunt species fluminum, nemorum et iumentorum, etiam hederas et staticula, equorum ornamenta: statua est. Sic Tertullian. adv. Gnosticos, Effodietis aras earum, evertetis et comminuetis staticula… … Hofmann J. Lexicon universale
αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… … Dictionary of Greek
αβασία — Ψυχοπαθολογική κατάσταση υστερικού χαρακτήρα ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά, ενώ μπορεί να μετακινείται με πηδήματα ή μπουσουλώντας, να κολυμπάει, να σκαρφαλώνει στα δέντρα ακόμη και να χορεύει. Τις περισσότερες φορές… … Dictionary of Greek
αρκούδι — Ονομασία δύο μικρών νησιών. Το ένα βρίσκεται στο Ιόνιο πέλαγος, σε απόσταση περίπου 2,5 μιλίων από την Ιθάκη και κατοικείται εποχιακά από κτηνοτρόφους. Το άλλο, που είναι τελείως βραχώδες, βρίσκεται στον κόλπο της Καλλονής στη Λέσβο. * * * το (Μ… … Dictionary of Greek