-
21 πανδόκεια
παν-δόκεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδόκεια
-
22 πάνδοκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνδοκος
-
23 πανδοχεῖον
A v. πανδοκεῖον, -κεύς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδοχεῖον
-
24 πανεθνεί
παν-εθνεί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανεθνεί
-
25 πανείδεος
πᾰν-είδεος, ον,B [suff] πᾰν-ειδής, ές, of every figure, of unity (as the base of all figurate numbers), Theol.Ar.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανείδεος
-
26 πανέρημος
πᾰν-έρημος, ον,A all-desolate, Str.17.1.27, Heb. Je.2.24, PFlor.36.12 (iv A. D.), Luc.DMort.27.2 [suff] πᾰν-έρως, έρωτος, ὁ, gem supposed to remove sterility, Plin.HN37.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανέρημος
-
27 πανέχινος
A v.l. πάχει νώτῳ)τῆς ἀσπίδος αὐτοῦ LXX Jb.15.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανέχινος
-
28 πανθηλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανθηλής
-
29 πανθοινί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανθοινί
-
30 πάνθοινος
A feasting high or splendidly,δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90
;π. τράπεζα Opp.H.2.221
; παν[ θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνθοινος
-
31 πάνθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνθροος
-
32 πανόμοιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανόμοιος
-
33 πανόσμεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανόσμεος
-
34 πανώλεθρος
A utterly destroyed,π. ἐξαπόλλυται Hdt.6.37
(v.l. -θρως, found also Apollod.3.16.2);πανωλέθρους τὸ πᾶν.. ὀλέσθαι S.El. 1009
; π. πεσεῖν, γενέσθαι, A.Ch. 934, Eu. 552 (lyr.);πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίσαι Id.Th.71
;γένος π. ἀναστρέψαι Ar.Av. 1239
;π. ξυναρπάσαι τινά S.Aj. 839
, etc.2 in moral sense, utterly abandoned,τοῖς π. Ἀτρείδαις Id.Ph. 322
;ἡ π. μήτηρ E.El.86
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανώλεθρος
-
35 πάνπερ
πάν, πᾶςpapa: neut nom /voc /acc sg -
36 πάναβρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάναβρος
-
37 παναγαθία
παν-ᾰγᾰθία, ἡ,A perfect goodness, Theag. ap. Stob.3.1.117.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγαθία
-
38 πανάγαθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγαθος
-
39 παναγής
παν-ᾰγής, ές,A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη ([place name] Cassandra) D. Chr.11.153;ἱέρειαι Poll.1.35
, Hsch. ( παναιεῖς cod.);ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b
([comp] Sup.);ἱερεύς IG3.716
; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγής
-
40 πανάγητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγητος
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek