-
1 εμβολαί
-
2 ἐμβολαί
-
3 πανώλεθρος
A utterly destroyed,π. ἐξαπόλλυται Hdt.6.37
(v.l. -θρως, found also Apollod.3.16.2);πανωλέθρους τὸ πᾶν.. ὀλέσθαι S.El. 1009
; π. πεσεῖν, γενέσθαι, A.Ch. 934, Eu. 552 (lyr.);πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίσαι Id.Th.71
;γένος π. ἀναστρέψαι Ar.Av. 1239
;π. ξυναρπάσαι τινά S.Aj. 839
, etc.2 in moral sense, utterly abandoned,τοῖς π. Ἀτρείδαις Id.Ph. 322
;ἡ π. μήτηρ E.El.86
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανώλεθρος
-
4 ἄμβρυττοι
ἄμβρυττοι, kind ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄμβρυττοι
-
5 ὑπεραιωρέω
A suspend or support above,κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας Lib.Or.1.53
:—[voice] Pass., Hdt.4.103.2 hold up, raise,τὴν κεφαλήν Aret.CD1.3
:—[voice] Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης to be lifted or drawn over, Hp.Art.70; ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης ib.71, Fract.14, cf. 41: abs., Id.Art.22: Littré (following Apollon. Cit.) gives the [voice] Act. in same sense, Art.73; and so in the Subst. [suff] ὑπεραιμ-αιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑ. [ ἐμβολαί] ib.25, Mochl.15.3 in nautical language, ὑπεραιωρηθῆναι c. gen. loci, lie off a place,τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου Hdt.6.116
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεραιωρέω
См. также в других словарях:
ἐμβολαί — ἐμβολή putting in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)