-
41 παναγία
A v. παναγιστία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγία
-
42 πανάγιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγιος
-
43 παναγιστία
παν-ᾰγιστία, ἡ,A = παναγία, dub.sens., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγιστία
-
44 πάναγνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάναγνος
-
45 παναγορία
παν-ᾱγορία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγορία
-
46 παναγόρσιος
παν-ᾱγόρσιος, ὁ,A = πανηγύριος, name of month at Tegea, IG5(2).3.30 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγόρσιος
-
47 πανάγορσις
A = παναγορία, ib.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγορσις
-
48 πανάγρετος
παν-άγρετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγρετος
-
49 παναγρεύς
A one who catches everything, παναγρέος έλπίδα Μοίρης ib.7.609 (Id.); φυλάκων.. παναγρέακανθόν ib.5.218 (Id.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγρεύς
-
50 πανάγριος
παν-άγριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγριος
-
51 παναγρίς
A = λεβητάριον, IG4.1588.18 ([place name] Aegina), Poll.10.165 (v.l. ταν-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγρίς
-
52 πάναγρον
πάν-αγρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάναγρον
-
53 πάναγρος
A catching all, λίνον π., of a large fishing-net, Il.5.487;δίκτυον Ath. 1.25b
: metaph.,λίνῳ θανάτοιο π. Tryph.674
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάναγρος
-
54 πανάγρυπνος
παν-άγρυπνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγρυπνος
-
55 πανάεθλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάεθλος
-
56 παναεικής
παν-αεικής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναεικής
-
57 παναεργής
παν-αεργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναεργής
-
58 πανάζωστος
παν-άζωστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάζωστος
-
59 παναθέσμιος
παν-αθέσμιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναθέσμιος
-
60 πανάθεσμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάθεσμος
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek