-
1 παναγής
παν-ᾰγής, ές,A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη ([place name] Cassandra) D. Chr.11.153;ἱέρειαι Poll.1.35
, Hsch. ( παναιεῖς cod.);ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b
([comp] Sup.);ἱερεύς IG3.716
; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγής
См. также в других словарях:
παναγής — (I) παναγής, ές (ΑΜ) αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ αγής]. (II) παναγής, ές (Α) πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος… … Dictionary of Greek