-
1 θοινάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινάζω
-
2 θοίναμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοίναμα
-
3 θοιναρμόστρια
θοιν-αρμόστρια, ἡ,A mistress of the banquet, cult-title, esp. in the worship of Demeter and Kore, in Laconia and Messenia, IG5(1).584, 1498, etc.: spelt θυν- ib.583, σειναρμόστρηα ib.229.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοιναρμόστρια
-
4 θοινατήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινατήρ
-
5 θοινατήριον
θοιν-ᾱτήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινατήριον
-
6 θοινατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινατικός
-
7 θοινάτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινάτωρ
-
8 θοινάω
2 [voice] Pass., to be feasted upon, i.e. sacrificed,ὗς τέλεος θοινῆται IG12(1).905
([place name] Rhodes).II feast, entertain, ; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (v.l. -ισε) the feast, which he gave him upon his son's flesh, Hdt.1.129.2 more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut. , Cyc. 550, - ήσομαι ([etym.] ἐκ-) A.Pr. 1025 codd.: [tense] aor. 1 ἐθοινήθην (v. infr.): [tense] aor. 1 [voice] Med.- ησάμην Nonn.D.5.331
, AP9.244 (Apollonid.): [tense] pf.τεθοίνᾱμαι E.Cyc. 377
(prob.).a abs., to be feasted, feast, banquet, once in Hom., ἐς δ' αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι lead them in to feast, Od.4.36;παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι E.Alc. 542
:θ. καλῶς Cratin.164
.b c. acc., feast on,μῶν τεθοίναται ἑταίρους; E.Cyc. 377
; σὲ ὕστερον θοινάσομαι ib. 550;θ. τὰ ζῷα Porph.Abst.2.2
: c. acc. cogn.,θ. παστήρια E.El. 836
: c. gen.,ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένῳ Id.Cyc. 248
;θοινήσατο θήρης AP9.244
(Apollonid.); of an eating sore,σάρκα θοινᾶται ποδός E.Fr. 792
, cf. Arist.Po. 1458b24: -
9 θοίνη
θοίν-η, [dialect] Dor. [full] θοίνα (later [full] θοῖνα LXX Wi.12.6, perh. to be read in Epich.148.1), ἡ,A meal, feast, Hes.Sc. 114, Hdt.1.119, 9.82, A.Fr.350.7, etc.: in pl., Id.Pr. 530 (lyr.), B.Fr.18;τὰς θ. κὰτ τὰν ὥραν ἀπάγεσθαι Michel995
D50;θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι Thgn. 239
; ἐκ θοίνας after dinner, Epich.148.2; ;ἐπὶ θοίνην ἰέναι Pl.Phdr. 247a
; παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν θ. Arist.Fr. 549; σκευαζομένης θ. Pl.Tht. 178d, cf. Arist.Pol. 1282a22;τραπέζας ἱερὰς πρεπούσης θ. γεμίζων OGI383.146
(Commagene, i B.C.); ἐν θ. λέγειν τινά to count as a guest, and generally to take into account, Pl.Lg. 649a: metaph., Id.Sph. 251b, Phdr. 236e, X.Cyr.4.2.39. -
10 θοινήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινήτωρ
-
11 θοινίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινίζω
-
12 θυναρμόστρια
A = θοιν- (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυναρμόστρια
-
13 πάνθοινος
A feasting high or splendidly,δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90
;π. τράπεζα Opp.H.2.221
; παν[ θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνθοινος
См. также в других словарях:
μουσιάτωρ — μουσιάτωρ, ορος, ὁ (Μ) εργάτης μωσαϊκού ψηφοθετήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. άτωρ (πρβλ. θοιν άτωρ, ποιν άτωρ)] … Dictionary of Greek