-
101 παναπενθής
πᾰν-απενθής, ές,A f.l. for ταλαπενθής, APl.4.265.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναπενθής
-
102 παναπευθής
πᾰν-απευθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναπευθής
-
103 παναπήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναπήμων
-
104 παναπηρής
πᾰν-ᾰπηρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναπηρής
-
105 πανάπιστος
πᾰν-άπιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάπιστος
-
106 παναπόπληκτος
πᾰν-απόπληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναπόπληκτος
-
107 πανάπορος
πᾰν-άπορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάπορος
-
108 παναπόστροφος
πᾰν-απόστροφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναπόστροφος
-
109 πανάποτμος
πᾰν-άποτμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάποτμος
-
110 πανάπυστος
πᾰν-άπυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάπυστος
-
111 πανάργυρος
πᾰν-άργῠρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάργυρος
-
112 παναρείων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναρείων
-
113 πανάρετος
A model of all virtue, Phld.Rh.2.203S., Ph.1.451, Luc.Philops.6, S.E.M.9.152, IG14.2098, CIG 4413 ([place name] Iotape); alsoἡ π. σου φιλία PSI 1.98.3
(vi A. D.). Adv. ([place name] Amastris).II πανάρετος, ἡ, a Book of Fortunes, Paul.Al.K.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάρετος
-
114 παναρίζηλος
πᾰν-ᾰρίζηλος, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναρίζηλος
-
115 πανάριστος
A- αρίστη IG12(7).296
([place name] Amorgos)), best of all, Hes. Op. 293, Phld.Rh. 2.198 S., AP11.394, Luc.Fug. 30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάριστος
-
116 πανάρκεια
πᾰν-άρκεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάρκεια
-
117 παναρκέτας
A utter, complete, dub. in A. Ch. 70 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναρκέτας
-
118 παναρκής
πᾰν-αρκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναρκής
-
119 παναρμόνιος
πᾰν-αρμόνιος, ον,A embracing all modes or scales, in neut. of a style of Music,οὐκ ἄρα πολυχορδίας γε οὐδὲ παναρμονίου ἡμῖν δεήσει ἐν ταῖς ᾠδαῖς τε καὶ μέλεσι Pl.R. 399c
, cf. 404d; [ὄργανα] π. ib. 399d; αὐτὰ τὰ π. ibid.;τὸ π. τὸ καινόν Alex.298
;π. ὄργανον D.C.74.3
.II metaph., complex, elaborate, ποικίλῃ μὲν ποικίλους ψυχῇ καὶ π. διδοὺς λόγους opp. ἁπλοῦς, Pl.Phdr. 277c, cf. Iamb.Myst.5.21;π. τι χρῆμα ἡ ὄρχησις Luc.Salt.72
; ψυχαὶ π. διὸ παντοδαπῶς ἔστιν ἀκούειν ἀμφοτέρων, of Homer and Plato, Olymp. Vit.Pl.p.4 W.2 harmonious,χορός Ph.2.399
; ἀστέρων στρατιά ib. 242; συζυγία τῶν τεττάρων δυνάμεων ib. 136; ἑβδομάς, ὀγδοάς, ib. 166, Pythag. ap. Theol.Ar.54; τετράχορδον, of Diocletian and his associates, Jul.Caes. 315c; π. ἐρωαί, of the song of the Muses, Orac. ap. Porph.Plot.22: neut. as Adv.,π. ᾄδειν Philostr.Im.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναρμόνιος
-
120 παναρχαϊκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναρχαϊκός
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek