Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πέπονθα

См. также в других словарях:

  • πέπονθα — πάσχω have perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπόνθασ' — πεπόνθᾱσι , πάσχω have perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπόνθασι — πεπόνθᾱσι , πάσχω have perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπόνθασιν — πεπόνθᾱσιν , πάσχω have perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπονθ' — πέπονθα , πάσχω have perf ind act 1st sg πέπονθε , πάσχω have perf imperat act 2nd sg πέπονθε , πάσχω have perf ind act 3rd sg πέπονται , πίνω Aër. perf ind mp 3rd pl πέποντο , πίνω Aër. plup ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перфект — или прошедшее совершенное особый вид прошедшего времени. Основное первичное значение П., по определению Кольманна ( Ueber das Verhältniss der Tempora des lateinischen Verbums zu denen des griechischen , Эйслеб., 1881), есть выражение известного… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке  система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… …   Википедия

  • κίνυγμα — κίνυγμα, τὸ (Α) [κινύσσομαι] καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῡν δ αἰθέριον κίνυγμ ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… …   Dictionary of Greek

  • μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • πεπονθώ — έω, Μ πάσχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακμ. πέπονθα τού πάσχω*, κατά τα συνηρημένα σε έω / ώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»