Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπί-χαρτος

См. также в других словарях:

  • πάγχαρτος — πάγχαρτος, ον (Α) παγχαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρτός (< θ. χαρ τού χαίρω), πρβλ. επί χαρτος] …   Dictionary of Greek

  • πολεμόχαρτος — ον, Μ πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + χαρτός (< χαίρω), πρβλ. επί χαρτος] …   Dictionary of Greek

  • επίχαρτος — ἐπίχαρτος, ον (Α) 1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) 2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία 3. χαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ (πρβλ. ε χάρ ην)] …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»