-
1 πάθ'
πάθαι, πάθηpassive state: fem nom /voc plπάθᾱͅ, πάθηpassive state: fem dat sg (doric aeolic)πάθε, πάσχωhave: aor imperat act 2nd sgπάθε, πάσχωhave: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)πάτε, πάτοςtrodden: masc voc sg -
2 (παθ. φωνή) защищаться, оправдываться,
[аплимэно] ρ. дезинфицировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή) защищаться, оправдываться,
-
3 (παθ. φωνή) делать попытку, покушаться.
[апопэратоно] р. завершать, заканчивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή) делать попытку, покушаться.
-
4 (παθ. φωνή) выражать свое мнение.
[апофаси] ουσ. Θ. решение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή) выражать свое мнение.
-
5 (παθ. φωνή) шутить, острить,
[астиос] επ. смешной, забавный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή) шутить, острить,
-
6 (παθ. φωνή) управлять, распоряжаться,
[диахириси] ουσ. Θ. управление, администрированиеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή) управлять, распоряжаться,
-
7 (παθ. φωνή) соблаговолить, соизволить,
[катадидо] ρ. доносить, выдавать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή) соблаговолить, соизволить,
-
8 (παθ. φωνή) заниматься онанизмом.
[малакос] εκ. мягкий, кроткий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή) заниматься онанизмом.
-
9 (παθ. φωνή) соединять в союз, коалицию.
[синаспизмос] ουσ. а. союз, лига, коалиция,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή) соединять в союз, коалицию.
-
10 (παθ. φωνή, αχρόσ.) быть в обычае, быть принятым,
[синиммэнос] εκ. при с€м прилагаемый, приложенный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (παθ. φωνή, αχρόσ.) быть в обычае, быть принятым,
-
11 Λα Πάθ
Λα Πάς τό г. Ла-Пас -
12 ρ. (παθ. φωνή) быть осмотрительным, осторожным, επ.φυλάσσω
[эпифиласо] ρ. осторожничать επ.φυλλίδα [эпифиллида] ουσ. Θ. фельетон. επ.φώνημα [эпифонима] ουσ. ο. восклицание, (γραμ.) междометие. επ.χείρημα [эпихирима] ουσ. ο. довод, аргумент, επ.χειρηματίας [эпихириматиас] ουσ. α. предприниматель, επ.χειρηματολογία [эпихириматологта] ουσ. θ. мотивировка, аргументация, επ.χείρηση [эпихириси] ουσ. θ. предприятие, επ.χειρώ [эпихиро] ρ. предпринимать, начинать, επ.χορήγηση [эпихоригнси] ουσ. θ. пособие, субсидия, επ.χορηγώ [эпихориго] ρ. субсидировать, επ.χρυσος [эпихрисос] εκ. позолоченный, επ.χρυσώνω [эпихрисоно] ρ. покрывать позолотой, επ.χρύσωση [эпихрисоси] ουσ. Θ. позолота, золочение, επ.χωμα [эпихома] ουσ. о. насыпь επ.χωματώνω [эпихоматоно] ρ. делать насыпь, επ.χωμάτωση [эпихоматоси] ουσ. Θ. устройство насыпи, επ.μενος [эпомэнос] εκ. следующий. επ.μένως [эпомэнос] εκίρ. следовательно, стало быть, επ.ποιία [эпопииа] ουσ. Θ. эпопея επ.πτεία [эпоптиа] ουσ. Θ. надзор, наблюдение, επ.πτεύω [эпоптэво] р. наблюдать, следить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρ. (παθ. φωνή) быть осмотрительным, осторожным, επ.φυλάσσω
-
13 μαλακίζομαι (малакизомэ][/*] ρ (παθ. φωνή) заниматься онанизмом.
[малакос] επ мягкий, кроткий.Эллино-русский словарь > μαλακίζομαι (малакизомэ][/*] ρ (παθ. φωνή) заниматься онанизмом.
-
14 ανελήφθην
παθ. αόρ. от αναλαμβάνω -
15 ανερράγην
παθ. αόρ. от αναρρηγνύω -
16 ανετάθην
παθ. αόρ. от ανατείνω -
17 ανευρέθην
παθ. αόρ. от. ανευρίσκω -
18 ανηλώθην
παθ. αόρ. от αναλίσκω -
19 ανηρέθην
παθ. αόρ. от αναιρώ -
20 ανήχθην
παθ. αόρ. от ανάγω
См. также в других словарях:
πάθ' — πάθαι , πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) πάθε , πάσχω have aor imperat act 2nd sg πάθε , πάσχω have aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πάτε , πάτος trodden masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ιερώνω — και ιερώ (ΑΜ ἱερῶ, όω και άω, δωρ. τ. ἱαρόω, παθ. τ. ἱεροῡμαι, όομαι και ἱερῶμαι, άομαι και ιων. ἱράομαι και δωρ. ἱερεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι ιερό, αφιερώνω, καθιερώνω, κάνω ανάθημα (νεοελλ. μσν.) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ιερωμένος αυτός που … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
εκκωφώ — (I) ( έω) (Α ἐκκωφῶ, έω) 1. κάνω κάποιον κουφό, ξεκουφαίνω 2. παθ. παθαίνω ζάλη, ζαλίζομαι 3. παθ. χάνω τη δύναμή μου, δεν λειτουργώ. (II) ( όω) (Α ἐκκωφῶ, όω) 1. κάνω κάποιον κουφό, κουφαίνω 2. παθ. αδιαφορώ, υποκρίνομαι τον κουφό 3. παθ.… … Dictionary of Greek