-
1 παρείς
-
2 παρεῖς
-
3 παρείς
A v. παρίζω. -
4 παρεις
I.IIIII. -
5 παρείς
παρίημιlet fall at the side: aor part act masc nom /voc sgπείρωpierce: aor part pass masc nom /voc sg -
6 παρεις-φέρω
παρεις-φέρω (s. φέρω), daneben, von der Seite od. heimlich hineintragen, Sp.; bes. in Athen, νόμον, ein neues Gesetz gegen ein anderes in Vorschlag bringen, Dem. Lpt. 88. 89.
-
7 Αβγό αν πάρεις απ' αυτόν, κροκό δεν βρίσκεις μέσα
– Αβγό αν πάρεις απ' αυτόν, κροκό δεν βρίσκεις μέσα– Δεν σου δίνει ούτε σκοινί να κρεμαστείς• Зимой снега не выпросишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αβγό αν πάρεις απ' αυτόν, κροκό δεν βρίσκεις μέσα
-
8 παρειςφέρω
παρεις-φέρω, daneben, von der Seite od. heimlich hineintragen; bes. in Athen, νόμον, ein neues Gesetz gegen ein anderes in Vorschlag bringen -
9 παρίημι
Aπαρήσω Hdt.7.161
, S. Ant. 1193 : [tense] aor. 1 : [ per.] 3pl. [tense] aor. 2 ; part. : [tense] pf. παρεῖκα (v. infr.) ;παρῆκα Thphr. HP5.3.6
:—[voice] Pass., [tense] aor. 1παρείθην Il.23.868
; inf.παρεθῆναι D.21.105
: [tense] aor. 2 : [tense] pf. :—let fall at the side, let fall,πὰρ δ' ἴεισι τὰ πτέρα Sapph.16
;τὴν χεῖρα παρεικώς Clearch.25
;παρεῖσ' ἐμαυτήν S. El. 819
;π. ἀπ' ὀμμάτων πέπλον E. HF 1203
(lyr.) ;τὸ μάργον τῆς γνάθου Id.Cyc. 310
:—[voice] Pass., ἡ δὲ παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν it hung down to earth, Il.23.868.II pass by, pass over, ;π. κλύδων' ἔφιππον S. El. 732
, cf. D.18.263 ;π. τι ἄρρητον Pl.Lg. 754a
:—[voice] Pass.,περὶ μὲν τούτου παρείσθω Plb.2.59.3
.2 pass unnoticed, disregard, τι Pi.P.1.86, Hdt.1.14, A. Ag. 291, Ch. 925, 1032, S. Ant. 1193, etc.;τὰ παθήματα.. παρεῖσ' ἐάσω Id.OC 363
:—[voice] Pass.,παίδων πόθος παρεῖτο Id.El. 545
;μηδαμῇ παρεθῆναι D.21.105
: c. inf., omit to do,παρέντα τοῦ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν, τοῦ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν Pl. Phdr. 235e
, cf. PCair.Zen.369.2 (iii B.C.), Iamb. Comm.Math.1 : with a neg.repeated,μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι S. OT 283
: c. part.,οὐ παρίει σείων ὁ θεός Paus.3.5.9
: abs.,αἰ δέ κα παρῇ Berl.Sitzb.1927.169
([place name] Cyrene):—[voice] Med., neglect, E. HF 778 (lyr.);τὸν δῆμον D.C.51.5
.3 of Time, let pass,τὸν χειμῶνα Hdt.1.77
;ἕνδεκα ἡμέρας Id.7.183
;νύκτα μέσην Id.8.9
;τὸν καιρόν Th.4.27
, etc.III relax,τοὺς τερθρίους παρίει Ar. Eq. 440
; οἶνος παρίησι weakens, D.L.9.86 ; remit, γόον, πόθον, χόλον, E. Supp. 111, Tr. 650, IA[ 1609] ; give up,μελέτας Th.1.85
; τὸν φελλόν give up the use of.., Thphr.l.c.:—[voice] Pass., to be relaxed, weakened,κόπου δ' ὕπο.. παρεῖται E. Ba. 635
;κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph. 852
;παρειμένος νόσῳ Id.Or. 881
; ; ;σώμασι παρειμέναι E. Ba. 683
;παρειμένα μέρη τοῦ σώματος Dsc.3.73
, cf. Aret. SD1.7, etc.;καὶ δὴ παρεῖται σῶμα E. Supp. 1070
;τῷ λίαν παρειμένῳ Id.Or. 210
;τὰ σώματα παρειμένοι D.S.14.105
;ὥστε καὶ τοῦ σώ ματός τι παρεθῆναι D.C.68.33
.2 τοῦ ποδὸς παρίει slack away the sheet, Ar.Eq. 436 : so perh. metaph., τοῦ μετρίου παρείς letting go one's hold of moderation, i. e. giving it up, S.OC 1212 (lyr.).3 remit punishment,τιμωρίαν Lycurg. 9
([voice] Pass.) ; pardon,τὴν συμφοράν Ar.Ra. 699
:—[voice] Pass., ἐποίησεν παρεθῆμεν ([dialect] Dor. for παρεθῆναι ) secured our release from the obligation, IG42(1).66.47 (Epid., i B.C.): c. gen., (Ilium, iB.C.).IV yield, give up,νίκην τινί Hdt.6.103
, cf. A.Ag. 943 ;τυραννίδα τινί E. Ph. 523
;αὑτοὺς κυμάτων δρομήμασιν Id.Tr. 693
;π. τινὶ τὴν ἀρχήν Th.6.23
, cf. Arist. Pol. 1285b15; οὐδὲ δεῖν δυνάμενον ἄρχειν παριέναι τῷ πλησίον ib. 1325a37 ; leave a thing to another,σοὶ παρεὶς τάδε S. Ph. 132
;Ζεὺς τὰ μικρὰ.. ἄλλοις δαίμοσιν παρεὶς ἐᾷ Trag.Adesp.353
:—[voice] Med., give up, ; resign,στρατηγίαν D.C.39.23
, etc.:—[voice] Pass., [γῆ] παρειμένη left in private ownership, PHib.1.53.5 (iii B. C.).2 permit, allow, c. dat. pers. et inf.,ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν Hdt.7.161
, cf. S. El. 1482, Ar. Eq. 341, Arist. Pol. 1336b29 : c. subj., πάρες ὑπερβῶ suffer me to.., E.Fr. 308 (anap.): abs. (the inf. being understood), S. OC 591, Ar.Eq. 340, Pl.Smp. 199c, etc.; μὴ παρῇς σαυτοῦ βροτοῖς ὄνειδος do not allow them to have cause to reproach thee, S. Ph. 967 ; παρῆκεν, ὥστε βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι has allowed that there should be but little for me to say, Id.OC 570.V allow to pass, admit,οὐδεὶς ὅστις οὐ παρήσει [ἡμέας] Hdt.3.72
, cf. 4.146 ; π. ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑ., Id.8.15, 9.1 ; Ἄδραστον εἰς γῆν π. E.Supp. 468 ;λόγον π. εἰς τὸ φρουρίον Pl.R. 561b
; μὴ παρίωμεν εἰς τὴν ψυχήν let us not admit [ the thought], Id.Phd. 90e :—[voice] Med., βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται have admitted them into their very citadels, D.15.15 ; of innkeepers, admit,τοὺς καταλύτας ἡμιασσαρίου Plb.2.15.6
.VI [voice] Med., obtain the leave of a magistrate,παρέμενος τοὺς ἄρχοντας Pl. Lg. 742b
, cf. 951a.2 beg to be excused or let off something, οὐδέν σου παρίεμαι I ask no quarter, Id.R. 341b ; οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν I ask no favour of them, S.OC 1666 ; so παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν I ask pardon.., E. Med. 892 ;τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι Pl. Ap. 17c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρίημι
-
10 λιπαρείς
λῑπαρεῖς, λιπαρέωpersist: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)λῑπαρεῖς, λιπαρήςpersisting: masc /fem acc plλῑπαρεῖς, λιπαρήςpersisting: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
11 λιπαρεῖς
λῑπαρεῖς, λιπαρέωpersist: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)λῑπαρεῖς, λιπαρήςpersisting: masc /fem acc plλῑπαρεῖς, λιπαρήςpersisting: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
12 παρ-ίημι
παρ-ίημι (s. ἵημι), 1) act., herabsenden, daneben herablassen, παρείϑη μήρινϑος ποτὶ γαῖαν, hing herab zur Erde, Il. 23, 868; τοῦ νεανίσκου τὴν χεῖρα παρεικότος, Clearch. bei Ath. VI, 257 a; – vorbei, vorüberlassen, bes. von der Zeit, ενδεκα ἡμέρας παρέντες, Her. 7, 183. 8, 9; μηδὲ διαμέλλειν καιρὸν παριέντας, Thuc. 4, 27; τοὺς καιρούς, Plat. Rep. II, 374 e u. Folgde; τὸν ἑκάστου καιρὸν οὐ παρεϑέντα, Dem. 18, 303; Pol. 1, 33, 5 u. A.; – τοὺς βαρβάρους εἰς τὴν Ἑλλάδα, Her. 8, 15, zulassen, hineinlassen, wie τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, 9, 1; vorbei- oder durchlassen, wie Eur. ἀπαυδᾷ Ἄδραστον ἐς γῆν τήνδε μὴ παριέναι, Suppl. 468; εἰς τἡν ἀκρόπολιν, Xen. Hell. 5, 2, 29; – üdergehen, unterlassen, vernachlässigen, μὴ παρίει καλά, Pind. P. 1, 165; ὁ δ' οὔτι μέλλων οὐδ' ἀφρασμόνως ὕπνῳ νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος, Aesch. Ag. 282; παρεὶς τάδε, Ch. 912; εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ῆ παρειμένον ἔχεις γεγωνεῖν, Prom. 821; παρῆκα ϑεσμῶν οὐδέν, Soph. Trach. 682; κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληϑείας ἔπος, Ant. 1193; ἄφϑογγός εἰμι καὶ παρεῖσ' ἐῶ στόμα, Eur. Troad. 690; u. in Prosa, τὰ αὐτῶν πλέω παρήσομεν, Her. 1, 177; ὃν τότε παρεῖμεν, Plat. Rep. VI, 503 e; μὴ παρῶμεν αὐτὸ ἄῤῥητον, Legg. VI, 754 a; Folgde; auch c. gen., ὅςτις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρεὶς ζώειν, Soph. O. C. 1212. wie Plat, Phaedr. 253 e; περί τινος, Pol. 2, 59, 3; vgl. Arist. eth. 10, 1, 2, ἥκιστα παρετέον ὑπὲρ τούτων εἶναι δόξειεν ἄν; – c. inf., Plut. Rom. 17 u. sonst; – zulassen, annehmen, συμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 560 d, übertr. gebraucht, vgl. λόγον ἀληϑῆ οὐ προςδεχόμενος, οὐδὲ παριεὶς εἰς τὸ φρούριον, ib. 561 b; dah. παριέναι εἰς τὴν ψυχήν, Plat. phaed. 90 d, eigtl. einen Gedanken ln die Seele ein-, zulassen, d. i. sich überreden; auch erlauben, ἀλλ' οὐδ' ὅτ' αὐτὸς ἤϑελον, παρίεσαν, Soph. O. C. 591; ἀλλὰ παρίημι, φάναι τὸν Φαῖδρον, ἀλλ' ἐρώτα, Plat. Conv. 199 c, vgl. 214 e; Eur. bei Schol. Ar. Vesp. 754 πάρες ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη; c. inf., κόσμον πάρες μοι παισὶ προςϑεῖναι νεκρῶν, Eur. Herc. Fur. 393; vgl. Soph. El. 1482 u. Plat. Conv. 199 b; auch μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι, Soph. O. R. 283; u. mit ὥςτε, O. C. 570, wie Her. 7, 161; – überlassen, τινί, Arist. pol. 7, 14; τὴν ἀρχήν τινι, Plut. Them. 7; Aesch. κράτος μέντοι πάρες γ' ἑκὼν ἐμοί, Ag. 917; in anderer Beziehung, ἑαυτὸν κυ-μάτων δρομήμασιν, Eur. Troad. 688, sich den Wogen überlassen, anvertrauen; – nachlassen, abspannen, τοῦ ποδὸς παριέναι, das Segeltau nachlassen, übertr. nachgeben, weichen, Ar. Equ. 437; u. pass. erschlaffen, γήρᾳ παρειμένος, Plat. Legg. XI, 931 d; ὕπνῳ, Eur. Cycl. 587; κόπου δ' ὕπο παρεῖται, Bacch. 635; von den Leidenschaften, τοὐμὸν παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ, Soph. O. R. 688; γόον, Eur. Suppl. 111; πόϑον, Troad. 645; von der Freude, χαίροντε ὀλίγον παρείϑησαν, Plat. Euthyd. 303 b; auch bei Plut. Eum. 7, πληγεὶς περὶ τὸν τράχηλον ἔπεσε καὶ παρείϑη; Pol. vrbdt τὴν δύναμιν παρελέλυντο καὶ παρεῖντο, 1, 58, 9. – Auch eine Strafe nachlassen, Lycurg. 9; ähnlich συμφοράν, Ar. Ran. 699. – 2) med., bei sich zulassen, οὓς εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, Dem. 15, 15; Pol. 2, 15, 6. – Auch = παραιτοῦμαι, wie es die VLL. erklären, eigtl. Einen auf seine Seite herüberzuziehen, ihn sich zu gewinnen suchen, vgl. Ruhnk. Tim. 207; εἰ δὲ μὴ δοκῶ φρονῶν λέγειν, οὐκ ἂν παρείμην, οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν, Soph. O. C. 1666; vgl. Eur. Med. 892, um Verzeihung bitten, παριέμεσϑα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν; sich ausbitten, οὐδέν σου παρίεμαι, Plat. Rep. I, 341 b; neben δέομαι, Apol. 17 c, vgl. Legg. V, 742 b, wo die vulg. παραιτησάμενος für παρέμενος. – Sp. auch wie im act. überlassen, aufgeben, τὴν στρατηγίαν προςεποιήσατο ἐϑελοντὴς παρεῖσϑαι, D. Cass. 39, 23; παρήκατο, Ggstz von προςεδέξατο, 43, 14; auch vernachlässigen, 60, 2. – Bei den Gramm. ist παρεῖται es »ist ausgelassen und dazu zu verstehen«, Schol. Il. 9, 252.
-
13 μόρσιμος
μόρσιμος, ον, vom Schicksal bestimmt, fatalis; γήμαιϑ', ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλϑοι, Od. 16, 392, öfter; bes. vom Schicksal zum Tode bestimmt, οὐ μέν με κτενέεις, ἐπεὶ οὔτοι μόρσιμός εἰμι, Il. 22, 13; μόρσιμον ἦμαρ, der vom Schicksal verhängte Todestag, 15, 613 Od. 10, 175; μόρσιμόν ἐστί τινι, es ist Einem beschieden, vom Schicksal verhängt, Il. 5, 874. 19, 417; so τὸ μόρσιμον, das Schicksal, οὐ παρφυκτόν, Pind. P. 12, 30; τὸ μ. Διόϑεν πεπρωμένον, N. 4, 61; τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν, N. 7, 44; ᾧ ϑανεῖν οὐ μόρσιμον, Aesch. Prom. 935; σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον, Spt. 245; ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών, Suppl. 46, öfter; μὴ παϑεῖν ἂν ἄλλο ἢ τὸ μόρσιμον, Soph. Ant. 236; παρεὶς τὸ μόρσιμον, Eur. Alc. 942; μόρσιμα οὔτι φυγεῖν ϑέμις, Heracl. 615; sp. D., μόρσιμον ὄπα ἧκεν, Ant. Thall. (VII, 188). – In Prosa selten, ἐδόκεε μόρσιμον εἶναι τῇ Βαβυλῶνι ἁλίσκεσϑαι, Her. 3, 154; Iambl.
-
14 κεφαλαιόω
κεφαλαιόω, 1) die Hauptsachen anführen, den Hauptmomenten nach erzählen, summarisch behandeln, zusammenfassen; πολλὰ παρεὶς τὰ μέγιστα κεφαλαιώσω Thuc. 6, 91, vgl. 8, 53; Sp.; auch im med., κεφαλαιωσώμεϑα τὸν κάκιστον, im Allgemeinen bestimmen, erklären, Plat. Rep. IX, 576 b; aber pass. ist ἡ σύμπασα κεφαλαιοῦται ἑξακοσίων σταδίων, beträgt im Ganzen, Strab. II, 92; so auch A. – 2) im N. T. = am Kopfe verwunden, tödten.
-
15 καιρός
καιρός, ὁ, das rech te Maaß, μέτρα φυλάσσεσϑαι· καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Hes. O. 692, vgl. Hierax. bei Stob. Fl. 10, 78; καιροῦ πέρα, über das rechte Maaß hinaus, Aesch. Prom. 506; ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος Ag. 761, vgl. Suppl. 1046; Theogn. 401; μείζω τοῦ καιροῦ τὴν γαστέρα ἔχων, μετριωτέραν ποιῆσαι αὐτήν Xen. Conv. 2, 19; ὑπερβάλλειν τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν καιρόν, das rechte Maaß überschreiten, Plut. Ages. 8; – übh. das rechte Verhältniß, bes. der rechte Zeitpunkt zu Etwas, die passende, günstige Zeit, gute Gelegenheit; καιρὸς ἔχει παντὸς κορυφάν Pind. P. 9, 81 (vgl. Soph. El. 75); νοῆσαι κ. ἄριστος Ol. 13, 46; κατὰ καιρόν I. 2, 22; παρὰ καιρόν Ol. 8, 24 P. 10, 4; ἐν καιρῷ Aesch. Prom. 879, zur rechten Zeit; τὸν δ' οὐδαμῶς καιρὸς γεγωνεῖν Prom. 521; καὶ τῶνδε καιρὸν ὅςτις ὤκιστος λαβέ, nütze so schnell wie möglich die rechte Zeit, Spt. 65; καιρὸς καὶ πλοῦς Soph. Phil. 1436; ὑμῖν δ' ἂν εἴη τήνδε καιρὸς ἐξάγειν O. C. 830; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός El. 22; öfter πρὸς καιρόν, λέγειν, ἐννέπειν, wie oben καίρια, Phil. 1263 Tr. 59; auch ἐν καιρῷ u. ἐς καιρόν, O. C. 813 Ai. 1147; auch mit dem bloßen acc., καιρὸν δ' ἐφήκεις Ai. 34. 1295; ἀφῖξαι εἰς καιρὸν κακῶν Eur. Or. 384; εἰς καιρὸν ἦλϑες Troad. 739 u. öfter; καιρὸν εὐλαβούμενος, den rechten Zeitpunkt wahrnehmend, 698; παρὰ καιρόν I. A. 800; ὡς ὁ καιρὸς οὐχὶ μέλλειν, ἀλλ' ἔστ' ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀκμῆς Ar. Plut. 255; ἡμέας ἐστὶ καιρὸς προςβωϑῆσαι Her. 8, 144; καιρὸς ἤδη διαλύειν τὴν στρατιάν Xen. Cyr. 5, 5, 43; καιρὸν παριέναι, den rechten Zeitpunkt vorbeilassen, Thuc. 4, 27; οὐ παρεὶς τοὺς καιρούς Plat. Rep. II, 374 c; καϑυφιέναι Dem. 19, 6; τηρεῖν, ihn wahrnehmen, Arist. rhet. 2, 6; καιρὸν εἰληφέναι ἐνόμισαν Lys. 13, 6, sie glaubten einen günstigen Zeitpunkt getroffen zu haben; καιροῦ λαβέσϑαι Luc. Tim. 13; – dem σχολή entsprechend, Muße, Strab. V, 3, 5; καιρῷ χρῆσϑαι Plut. Pyrrh. 7; ἐς καιρόν, wie ἐν καιρῷ, zur rechten Zeit, Tragg. (s. oben); Her. 7, 144; ὥς οἱ κατὰ καιρὸν ἦν, wie es ihm bequem war, 1, 30; Thuc. 4, 59; Plat. Crit. 44 a; ἐπὶ καιροῦ Dem. 19, 258; Plut. Sert. 3; σὺν καιρῷ Pol. 2, 38, 7; – ἀπὸ καιροῦ, außer der Zeit, zur Unzeit, Plat. Theaet. 187 e; ἄνευ καιροῦ Ep. VII, 339 c; eben so παρὰ καιρόν, Plat. Polit. 277 a u. sonst; ἐκ καιροῦ, plötzlich, Pol. 6, 32, 3; ἐπὶ καιροῠ, ex tempore, Plut. Dem. 8. – Uebh. Zeitpunkt, Zeit, χειμῶνος Plat. Legg. IV, 709 c, u. so bes. Sp., dah. Moeris dies als hellenistischen Sprachgebrauch, statt ὥρα, bezeichnet; – οἱ καιροί, Zeitumstände, bes. schlimme, Xen. Hell. 6, 5, 33; – ὁ ἔσχατος καιρός, Pol. 29, 11, 12 Plut. Syll. 12. – Auch vom Orte, ἐναυλισάμενοι τῶν χωρίων, οὗ καιρὸς εἴη, wo es passend war, Thuc. 4, 54; ἐς καιρὸν τυπείς = καιρίαν, Eur. Andr. 1120; προσωτέρω τοῦ καιροῦ, weiter als recht, gut ist, διώκειν, προιέναι, Xen. Hell. 7, 5, 13 An. 4, 3, 34 u. Sp., wie D. Cass. 36, 30. – W. Einem zu Statten kommt, Vortheil, Nutzen, τὸ νὸν φρουρεῖν ὄμμ' ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ Soph. Phil. 151; τὰ δ' ὑπερβάλλοντα οὐδένα καιρὸ δύναται ϑνατοῖς Eur. Med. 128; ἐς καιρὸν ἔσται, es wird nützlich sein, Her. 7, 144; ἐν καιρῷ γίγνεσϑαί τινι Xen. Cyr. 5, 1, 17; vgl. Dem. μάλιστα δ' ἐπὶ καιροῦ τοῦτο γένοιτ' ἂν καὶ πάντας ὠφελήσειεν ἀνϑρώπους 19, 258; – μέγιστον ἔχετε καιρόν, ihr habt den meisten Einfluß, das größte Gewicht, Xen. An. 3, 1, 36. – Wahrscheinlich hängt es mit κάρα zusammen, was die Sache auf den Kopf trifft, den rechten Fleck trifft. Vgl. καίριος.
-
16 εὐ-σεβής
εὐ-σεβής, ές, wer seine Pflichten gegen Gott, die Eltern, Vorgesetzten u. übh. ehrwürdige Personen erfüllt, der pflichtmäßig handelt, fromm, gottesfürchtig, bes. von Menschen, auch von Sachen, Theogn. 1142; εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. Ol. 3, 43; εὐσεβέστατος I. 2, 43; oft bei Tragg., πρός τινα, Aesch. Suppl. 335, wie εἴς τινα, Eur. El. 253; καὶ ταῠτα μοὐστὶν εὐσεβῆ ϑεῶν πάρα Aesch. Ch. 120; auch λόγος, Suppl. 919; τρόπος, Ar. Ran. 457; τό γ' εὐσεβὲς μόνοις παρ' ὑμῖν εἷρον Soph. O. C. 1127, d. i. Frömmigkeit, wie Eur. Tr. 42; vgl. οὔτε τὸ ὑμέτερον εὐσεβὲς παρείς Antiph. 3, 96; Plat. δίκαιος ἀνὴρ καὶ εὐσεβὴς καὶ ἀγαϑὸς πάντως Phil. 39 e, öfter, obwohl das Wort in Prosa verhältnißmäßig seltener erscheint. – Adv. εὐσεβέως, Pind. Ol. 6, 79; att. εὐσεβῶς, z. B. τοῖς ἐν γένει γὰρ τἀγγενῆ ὁρᾶν εὐσ. ἔχει Soph. O. R. 1431, es ist fromme Pflicht für sie; Dem. 19, 212 ὥστε μηδενὶ ὑμῶν εὐσεβῶς ἔχει ἀποψηφίσασϑαι αὐτοῦ, so daß Keiner von euch fromm seine Pflicht thut, wenn er ihn losspricht; εὔχομαι Plat. Legg. VII, 821 d; Sp.
-
17 μέτριος
μέτριος, bei den Att. auch 2 Endgn, mäßig, das rechte Maaß habend, haltend, nicht zu groß u. nicht zu klein, nicht übermäßig; αἰών, βίος, Hes. O. 308, ein Leben, das zwischen großem Glück u. großem Unglück die Mittelstraße hält; μέτριον νῦν ἔπος εὔχου, Aesch. Suppl. 1045, mäßig, bescheiden flehe; vgl. ὅςτις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρείς, Soph. O. C. 1214; ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἷς μὴ μέτριος αἰών, Phil. 179, von übergroßem Unglück; vgl. οὐ μέτρια πάσχομεν κακά, Eur. Troad. 717; ὄχλος, χειμών, Ion 635 Troad. 683; τῶν μετρίων τοὔνομα νικᾷ, Med. 125; dah. μέτριος ἀνήρ, Ar. Plut. 245, der auch μέτρια καὶ δίκαια vrbdt, Nubb. 1121; μέτριος πῆχυς, ein mittleres Ellenmaaß, das zwischen zu lang u. zu kurz die Mitte hält, Her, 1, 72; οὔτε τοὺς Ἀϑηναίους ἐπὶ μετρίοις ποιήσοντας ἃ προὐκαλοῦντο, unter mäßigen Bedingungen, Thuc. 4, 22; μετρίᾳ ἐσϑῆτι πρῶτοι ἐχρήσαντο, 1, 6, von den Lacedämoniern gesagt, im Ggstz der üppigen u. weichlichen Kleidung der Ionier; φυλακῇ μετρίᾳ τηρεῖν, ib. 30; τὰ μέτρια ἐπιϑεραπεύειν, was Einem zukommt, das Pflichtmäßige, 8, 84; οἱ τὰ μέτρια διενεχϑέντες werden den μειζόνως ἐχϑροί entggstzt, 1, 19; πρὸς τοὺς ὑπηκόους μέτριοι ὄντες, mäßig, billig, gerecht, 1, 77; vgl. Pol. 8, 21, 8; μέτριος λόγος, χρόνος u. vgl., Plat. Phil. 32 a Rep. V, 460 c u. Folgde, gew. als Lob, der sich immer in der rechten Mitte hält, sich nicht durch Leidenschaft über das rechte Maaß hinausführen läßt, u. daher im Freistaat der gute Bürger, der sich nicht über seine Mitbürger od. über die Gesetze erhebt; μέτριος τὸν τρόπον, Din. 2, 8; μ. καὶ φιλάνϑρωπος, Dem. 21, 185; σώφρονα καὶ μέτριον πρὸς τὴν δίαιταν, im Ggstz von ἀσέλγεια τῆς δαπάνης, Aesch. 3, 170; Pol. vrbdt μέτριοι καὶ πραεῖς καὶ φιλάνϑρωποι, 18, 20, 7; τὰ μέτρια καὶ τὰ ἀναγκαῖα, 1, 18, 11; auch τὰ μέτρια τῶν ἀξιουμένων, billige Forderungen, 26, 1, 2; Plut. vrbdt πράξεις τὸ μέτριον καὶ τὸ χρήσιμον ἡμῖν ἐχούσας, de virt. moral. 4; μέτριος καὶ ἰσότιμος, Hdn. 2, 4, 18; neben ἐπιεικής, Luc. Vit. auct. 26. – Adv. μετρίως, mäßig, καὶ σωφρόνως πράττειν, Plat. Rep. III, 399 b; μετριώτατα τῇ ψυχῇ προςφέρειν, im richtigsten Maaße, 412 a; hinreichend, δοκεῖ μοι δεδηλῶσϑαι μετρίως, Phaedr. 277 b, öfter; aber μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι ist = angemessen, passend, 236 a u. öfter; καὶ οἶμαι αὐτὰ μετρίως ἔχειν, Apol. 39 b; μετρίως προειρῆσϑαι, Aesch. 1, 3; μετρίως φέρειν τι, geduldig, Pol. 3, 85, 9 u. a. Sp.
-
18 μετριον
τό тж. pl. умеренное количество, надлежащая мера, (средняя) нормаτοῦ μετρίου παρείς Soph. — не довольствуясь средним;
μετρίων δέεσθαι Her. — просить немногого;ὅσον οἰόμεθα μ. εἶναι Plat. — то, что мы считаем достаточным (и необходимым);ἐνδοτέρω τοῦ μετρίου Plut. — в меру;παραιτέρω τοῦ μετρίου Xen. — сверх меры;ὅσον μ. Xen. — сколько нужно, немного;ἐπὴ μετρίοις Thuc. — на умеренных условиях;τὰ μετρία ἐπιθεραπεύειν Thuc. — удовлетворять умеренные требования -
19 παριημι
(fut. παρήσω, aor. παρῆκα, pf. παρεῖκα; aor. 2 med. παρείμην; pass.: aor. παρείθην, pf. παρεῖμαι)(πέπλον ἀπ΄ ὀμμάτων Eur.)
ἥ παρείθη μήρινθος ποτὴ γαῖαν Hom. — (простреленная) нить упала на землю2) упускать, пренебрегать(οὐδέν Her.; τὸν καιρόν Thuc.)
ἄρρητον π. τι Plat. — умолчать о чем-л.;ὑπὲρ τοιούτων ἥκιστα παρετέον Arst. — эти вопросы отнюдь не следует обходить молчанием;οὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος Soph. — я не скрою ни одного слова правды;παριείς τι Soph. — оставляя без внимания что-л., пренебрегая чем-л.3) пропускать, пережидать(τὸν χειμῶνα παρείς Her.)
ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες μετά τι Her. — спустя одиннадцать дней после чего-л.;νύκτα μέσην παρέντες Her. — после полуночи4) оставлять, прекращать(γόον Eur.)
π. πόθον τινός Eur. — оставить мысль об этом5) ослаблять, изнурять(κόπῳ παρεῖμαι, παρειμένος νόσῳ Eur.)
ὕπνῳ παρειμένος Eur. — сраженный сном7) предоставлять, уступать(νίκην τινί Her.; τινὴ τέν ἀρχήν Thuc.)
ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν π. Eur. — отдаваться на волю волн8) позволять, разрешатьἀλλὰ παρίημι, ἀλλ΄ ἐρώτα Plat. — да, пожалуйста, спрашивай9) пропускать, допускать, впускать(τινὰ ἐς τέν ἀκρόπολιν Her., med. εἰς τὰς ἀκροπόλεις Dem.)
μέ παρίωμεν εἰς τέν ψυχήν … Plat. — не будем допускать мысли …10) med. упрашивать, выпрашивать (себе)οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μέ δοκῶ φρονεῖν Soph. — я не стану уверять тех, по мнению которых я говорю вздор -
20 πλευροθεν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παρεῖς — πάρειμι 1 sum pres ind act 2nd sg (ionic) πείρω pierce aor subj pass 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρείς — παρίημι let fall at the side aor part act masc nom/voc sg πείρω pierce aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρεῖς — λῑπαρεῖς , λιπαρέω persist pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) λῑπαρεῖς , λιπαρής persisting masc/fem acc pl λῑπαρεῖς , λιπαρής persisting masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω … Dictionary of Greek
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
όρσε — επιφών. 1. (με σκωπτική ή υβριστική σημ.) ορίστε, ιδού, να 2. χρησιμοποιείται ως επιφώνημα που συνοδεύει υβριστική χειρονομία 3. φρ. α) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» λέγεται γι αυτούς που κάνουν κάτι άκαιρα ή αδέξια β) «όρσε να τά πάρεις μόνος σου» δεν … Dictionary of Greek
Κάουφμαν, Τζορτζ Σ — (George S. Kaufman, Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1889 – Νέα Υόρκη 1961). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Άσκησε την ισχυρότερη επίδραση και σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες απ’ όλους τους ανθρώπους του θεάτρου στο Μπρόντγουεϊ κατά… … Dictionary of Greek