Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάρεις

См. также в других словарях:

  • παρεῖς — πάρειμι 1 sum pres ind act 2nd sg (ionic) πείρω pierce aor subj pass 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρείς — παρίημι let fall at the side aor part act masc nom/voc sg πείρω pierce aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρεῖς — λῑπαρεῖς , λιπαρέω persist pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) λῑπαρεῖς , λιπαρής persisting masc/fem acc pl λῑπαρεῖς , λιπαρής persisting masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω …   Dictionary of Greek

  • δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • όρσε — επιφών. 1. (με σκωπτική ή υβριστική σημ.) ορίστε, ιδού, να 2. χρησιμοποιείται ως επιφώνημα που συνοδεύει υβριστική χειρονομία 3. φρ. α) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» λέγεται γι αυτούς που κάνουν κάτι άκαιρα ή αδέξια β) «όρσε να τά πάρεις μόνος σου» δεν …   Dictionary of Greek

  • Κάουφμαν, Τζορτζ Σ — (George S. Kaufman, Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1889 – Νέα Υόρκη 1961). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Άσκησε την ισχυρότερη επίδραση και σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες απ’ όλους τους ανθρώπους του θεάτρου στο Μπρόντγουεϊ κατά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»