Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὅσα

См. также в других словарях:

  • ὅσα — ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσα — (ΑΜ ὅσα) επίρρ. βλ. όσος …   Dictionary of Greek

  • ‘΄Οσα ψάμαθός τε κόνις τε. — См. Песка морского …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁπόσα φάρμακα οὐκ ἰῆται, σίδηρος ἰῆται, ὅσα σίδηρος οὐκ ἰῆται, πῦρ ἰῆται. — См. Железный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὅσαπερ — ὅσα , ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσ' — ὅσα , ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσε , ὅσος as great as masc voc sg ὅσαι , ὅσος as great as fem nom/voc pl ὅσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσας — ὅσᾱς , ὅσος as great as fem acc pl ὅσᾱς , ὅσος as great as fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσασπερ — ὅσᾱς , ὅσος as great as fem acc pl ὅσᾱς , ὅσος as great as fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμόζω — οσα, οσμένος 1. προσαρμόζω, συναρμολογώ: Το χέρι του μαχαιριού δεν ήταν καλά αρμοσμένο. 2. συμφωνώ, ταιριάζω: Του δωσες την απάντηση που άρμοζε. 3. απρόσ. αρμόζει πρέπει, είναι σωστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅσαν — ὅσᾱν , ὅσος as great as fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»