Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γυῖα

См. также в других словарях:

  • γυῖα — γυῖον limb neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυῖ' — γυῖα , γυῖον limb neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… …   Dictionary of Greek

  • λυσιγυία — λυσιγυῑα, ἡ (Α) εξασθένηση τών μελών τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + γυῖα (< γυῖα «μέλη τού σώματος», πρβλ. ορό γυια) …   Dictionary of Greek

  • INFELIX Arbor — Catoni quae nullum, Tarquitio apud Macrob. quae nigrum fert fructum. Ita enim hic in Ostentario arbor ario, Sat. l. 3. c. 20. Arbores, quea Inferum Deorum avertentiumque in tutela sunt, eas infelices nominant. Alternum sanguinem, filicem, ficum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LEMNOS — ins. maris Aegaei, satis fertilis et plana, cum portubus aliquot: ubi Muctedar, Saracenotum Dux, classem amisit, A. C. 916. Zonar. in Hist. Calvis Chronol. etc. Thraciam a Sepr. ab Occasu Athon montem habens, fabuloso Vulcani casu nobilis est,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγυιόπεζα — λέξη που χρησιμοποιείται σε μυστηριακή ονομασία τής πυθαγόρειας τριάδας: «ἀγυιόπεζαν Κουρητίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη, που κυριολεκτικά σημαίνει αυτήν που δεν έχει άλλα γυῖα (μέλη τού σώματος) παρά μόνο μια πέζαν (άκρο τού ποδιού), παράγεται από ἀ… …   Dictionary of Greek

  • αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] …   Dictionary of Greek

  • γυιούχος — γυιοῡχος, ον (Α) αυτός που δεσμεύει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑα (πρβλ. γυῑον) + ουχος < έχω) …   Dictionary of Greek

  • γυιόχαλκος — γυιόχαλκος, ον (Α) αυτός που έχει χάλκινα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυία + χαλκός] …   Dictionary of Greek

  • εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»