-
1 πρός-ταγμα
πρός-ταγμα, τό, Anordnung, Befehl; τοῦτο ἄλλο πρόςταγμα τοῖς φύλαξι προςτάξομεν, Plat. Rep. IV, 423 c, u. öfter, Isocr. 4, 176; Dem. u. Folgde, wie Pol. 1, 31, 7.
-
2 τάγμα
τάγμα, τό, das Geordnete, Angeordnete, insbes. a) Anordnung, Verordnung, Befehl, νόμου Plat. def. 414 e. – b) eine geordnete Menge von Soldaten, Legion, Heerschaar; Xen. Mem. 3, 1, 11; Pol. 6, 24, 5; κατ' ἄνδρα καὶ κατὰ τάγμα ἡμιλλῶντο πρὸς ἑαυτούς, 2, 69, 5, u. öfter, das röm. manipulus.
-
3 πρόςταγμα
πρός-ταγμα, τό, Anordnung, Befehl -
4 ὄρθιος
ὄρθιος, bei den Att. auch 2 Endgn, 1) grad aufwärts, bergan; οἶμος, Hes. O. 292, Ggstz πρηνής; ὥςτε πάντας ὀρϑίας στῆσαι φόβῳ δείσαντας τρίχας, Soph. O. C. 1624, das Haar aufsträuben; vgl. Aesch. τριχὸς δ' ὀρϑίας πλόκαμος ἵσταται, Spt. 546; ἔϑειραι, Eur. Hel. 638; πύργος, Phoen. 1229; ὄρϑια ἦν τὰ γέῤῥα, Her. 9, 102; ὄρϑιον ἰέναι steht gegenüber dem ὁμαλές, Xen. An. 4, 6, 12; πρὸς ὄρϑιον ἄγειν, Cyr. 2, 2, 24; καταφέρεσϑαι κατὰ τοῦ ὀρϑίου, Arr. 1, 1, 11. – Gew. von der Stimme, gradauf tönend (oder aufregend?), laut, hell, ἤϋσε ϑεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρϑια, Il. 11, 11; ἰάχησε, ἐβόησε ὄρϑια φωνῇ, H. h. Cer. 20. 432; ὄρϑιον ὤρυσε, φώνασε, Pind. Ol. 9, 117 N. 10, 76, der auch übertr. sagt ὀρϑίαν ὕβριν κνωδάλων, P. 10, 36; ὄρϑια κωκύματα, Soph. Ant. 1191; κηρύγματα, El. 673; ὄρϑιον δ' ἅμα ἀντηλάλαξε ἠχώ, Aesch. Pers. 381; κελεύσματα, Ch. 740; κήρυγμα, Eur. I. A. 94; φϑέγματα, Hel. 1591; bes. νόμος, eine sehr hohe, helle Weise, Tonart, Her. 1, 24, Ar. Ach. 16 Equ. 1276; ἐπιτείνουσι τὸ φϑέγμα μέχρι πρὸς τὸ ὄρϑιον, Luc. bis acc. 11. – 2) in grader Richtung fortgehend; ἴχνος, Xen. Cyn. 6, 14; ὄρϑιον φεύγειν, 5, 29. Bei Her. 4, 101 steht τὰ ὄρϑια, τὰ ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα dem τὰ ἐπικάρσια entgegen, von der Küste aufwärts, ins Land hinein. – Ἡ ὀρϑία, der rechte Winkel, Plut. Is. et Os. 56; übertr., ἤϑη ὄρϑια καὶ καϑαρά, Sull. 1. – In der Kriegssprache προςβάλλειν ὀρϑίοις λόχοις, Xen. An. 4, 2, 11, mit graden, colonneuartig aufmarschirten Lochen, wo die Soldaten einer hinter dem anderen gehen, im Ggstz zur Phalanx, wo ein Lochos mit breiterer Front eintritt, vgl. 4, 3, 17 u. 4, 8, 10, δοκεῖ παύσαντας τὴν φάλαγγα λόχους ὀρϑίους ποιῆσαι, wo die verschiedene Marsch- und Kampfweise bei beiden auseinandergesetzt ist; ὀρϑίους ποιεῖσϑαι τοὺς λόχους, Cyr. 3, 2, 6; s. Ael. Tact. 30; nach Suid. heißt überhaupt πᾶν τάγμα ὄρϑιον, ὃ ἂν τὸ βάϑος ἔχῃ πλέον τοῦ μήκους, im Ggstz von παράμηκες. Auch Pol. sagt so: προῆγον αὐτοὺς ὀρϑίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, 11, 23, 2; auch προςέβαλλον τοῖς κέρασιν ὀρϑίαις ταῖς Ῥωμαϊκαῖς δυνάμεσι, ib. 3.
-
5 στόμα
Aστομάτοιο Hymn.Mag.2(2).10
,28:— mouth, Il.14.467, etc.;σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι Od.11.426
; ἱμείρων γλυκεροῦ ς. Sol.25; of animals, Hes.Sc. 146, 389, S.Ph. 1156 (lyr.), etc.:—pl. is sts. used for sg., ἀμφιπίπτων στόμασιν, of kissing, Id.Tr. 938, cf. E.Alc. 403 (lyr.), and freq. in later Poets, A.R. 4.1607, Nic.Al. 210, 240, etc.: metaph., πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα, the very jaws of the battle, as of a devouring monster, Il.10.8, 20.359 (but cf. infr. 111.1).2 esp. the mouth as the organ of speech,δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ' 2.489
, cf. Thgn.18;βραχύ μοι σ. πάντ' ἀνᾱγήσασθαι Pi.N.10.19
; freq. in Trag., σ. τὸ Δῖον the mouth of Zeus, A.Pr. 1032; τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς ς. Id.Fr.350.5, cf. S.OC 603;τοῦ στόματος τὸ στρογγύλον Ar.Fr. 471
; Μοισᾶν καπυρὸν ς. their mouthpiece, organ, Theoc.7.37, cf. Mosch.3.72; Πιερίδων τὸ σοφὸν ς., of Homer, AP7.4 (Paul. Sil.), cf. 7.6 (Antip. Sid.), 7.75 (Antip.), 9.184;τὸ μισόχρηστον σ. τῆς κωμῳδίας Phld. Piet.p.93G.
; speech, utterance, S.OT 426, 706, OC 132 (lyr.), etc.; εἰς τόδ' ἐξελθόντος ἀνόσιον ς. ib. 981; κἂν καλὸν φορῇ ς. Id.Fr. 930;τὸ σὸν.. σ. ἐλεινόν Id.OT 671
;διδόναι σ. καὶ σοφίαν Ev.Luc.21.15
: in pl. of a single speaker, S.OT 1220 (lyr.):—special phrases: οἴγειν ς. A. Pr. 611; τοὐμὸν οὐ λύω ς. E.Hipp. 1060, cf. Isoc.12.96; διᾶραι τὸ ς. D. 19.112; κοίμησον ς. keep silence, A.Ag. 1247; δάκνειν ς., i.e. to keep a stern silence (cf. ὀδάξ), Id.Fr. 397;ἴσχε δακὼν σ. σόν S.Tr. 977
(anap.); ὀδόντι πρῖε τὸ ς. Id.Fr. 897; so κλῄσας ς. E.Ph. 865; οὐκ ἐφέξετε ς.; Id.Hec. 1283; σῖγ' ἕξομεν ς. Id.Hipp. 660; εὖ ἔχειν σ.,= εὐφημεῖν, Eup. 381; συγκλῄειν ς. Ar.Th.40(anap.):—of style, τὸ Λυσιακὸν ς. D.H.Lys. 12.3 with Preps.,a ἀνὰ στόμα ἔχειν have always in one's mouth, whether for good or ill, E.El.80;ἀνὰ σ. καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν Id.Andr.95
.b ἀπὸ στόματος εἰπεῖν speak from memory (cf. ἀπὸ γλώσσης), Pl.Tht. 142d, X.Mem.3.6.9, Philem.48, Plu.Sol.8, etc.cδιὰ στόμα λέγειν A.Th. 579
, cf. E.Or. 103 (soκατὰ τὸ σ. ᾄδειν Ar.Nu. 158
);διὰ στόμα ἔχειν Id.Lys. 855
;οἶκτος οὔτις ἦν διὰ στόμα A.Th.51
; πᾶσι διὰ στόματος 'tis the common talk, Theoc.12.21.dἐν στόμασι εἶχον Hdt.3.157
, 6.136;πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Thgn.240
;ἐν τῷ σ. λέγειν Ar.Ach. 198
.e ἐξ ἑνὸς σ. with one voice, Id.Eq. 670. Pl.R. 364a, PGiss.36.13 (ii B.C.), Gal.15.763; so ὡς ἀφ' ἑνὸς ς. AP11.159 (Lucill.).f ἐπὶ στόμα on one's face, face-foremost, ἐξεκυλίσθη πρηνὴς.. ἐπὶ ς. Il.6.43, cf. 16.410;ὡς κύων ἐπὶ σ. κείμενος Archil.Supp.2.9
; ὗς ἔκειτ' ἐπὶ ς. Men.21; ἐπὶ σ. κεῖται lies prone, of the right ventricle, Hp.Cord.4; ἐπὶ ς.,= pronus, Gloss.;ἐπὶ σ. πεσόντα Plu.Art.29
;ἐπὶ σ. φερόμενον ἐν πᾶσι Timae.
ap.Plb.12.8.4; also ὅ τι νῦν ἦλθ' ἐπὶ ς. whatever came uppermost, A.Fr. 351; ἐπὶ στόματος Φαραώ by the command of P., LXX 4 Ki.23.35.g κατὰ στόμα face to face, Hdt.8.11, E.Heracl. 801, Rh. 409, X.An.5.2.26; οἱ κατὰ σ. θεοί (cf. ἀντήλιοι) E.Fr.781.33; κατὰ σ. τινός confronted with him, Pl.Lg. 855d;στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ LXXNu.12.8
;στόμα πρὸς στόμα 2 Ep.Jo.12
, 3 Ep.Jo.14, PMag.Berol.1.39.II mouth of a river, Il.12.24, Od.5.441, A.Pr. 847, Hdt.2.17, etc.; so ἠϊόνος σ. μακρόν the wide mouth of the bay, Il.14.36, cf. Od.10.90;σ. τοῦ Πόντου Th.4.75
; κόλπου ib.49;τὸ σ. τῆς ἐσβολῆς Ar.Ec. 1107
; τὸ ἄνω σ. [τῆς διώρυχος] the width of the trench at top, Hdt.7.23 (but τὰ σ. τ. δ. mouths, ib.37).2 any outlet or entrance,ἀργαλέον σ. λαύρης Od.22.137
;σ. τῆς ἀγυιᾶς X.Cyr.2.4.4
;σ. φρέατος Id.An.4.5.25
; , cf. AP6.251 (Phil.); χθόνιον Ἄιδα ς. Pi.P.4.44; τὰ τῶν διεξόδων ς. Pl.Phdr. 251d; ἑπτάπυλον ς. the seven gates of Thebes, S.Ant. 119 (lyr.): Medic., τῶν μητρέων, τῶν ὑστερέων,= os uteri (not distinguished from the cervix), Hp.Mul.1.36, Aph.5.46;τῆς κοιλίας Arist.APo. 94b15
, Sor.1.50;γαστρός Nic.Al.20
, Gal.5.274; [ ἕλκους] Arist.Pr. 863a11.III foremost part, face, front:1 of weapons, point,κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ Il.15.389
; [ὁ κριὸς] ἔχει σ. σιδηροῦν Ath.
Mech.24.2;τὸ σ. τῆς αἰχμῆς Philostr.Her.19.4
; edge of a sword,μαχαίρας Ascl.Tact.3.5
, Ev.Luc.21.24, etc.: metaph., ἐθηλύνθην ς. S.Aj. 651.b the front ranks of the battle, the front, ἀπὸ στόματος (opp. ἀπὸ τῆς οὐρᾶς) X.An.3.4.42, cf. HG4.3.4;τὸ σ. τοῦ πλαισίου Id.An.3.4.43
, cf. 5.4.22, Plb.10.12.7 (so perh. σ. πολέμοιο, ὑσμίνης in Hom., v. supr.1.1).cτὸ τῶν λοχαγῶν τάγμα σ. καλεῖται Ascl.Tact.2.5
. -
6 αντιταγμα
- ατος τό1) выставленное против (кого-л.) войско(ἀ. κατασκευάζειν ταῖς δυνάμεσιν Diod.; τῇ φάλαγγι τῶν Μακεδόνων Plut.)
2) перен. противодействие, средство борьбы(πρὸς Πλάτωνα Plut.)
См. также в других словарях:
επιλαρχία — η υποδιαίρεση συντάγματος ιππικού ή θωρακισμένων αντίστοιχη προς τάγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Δομινικανοί — Μοναχικό τάγμα που ονομάζεται επίσης Αδελφοί κήρυκες. Ιδρύθηκε το 1206 από τον άγιο Δομίνικο (βλ. λ. Δομίνικος ντι Γκουθμάν). Στόχος της θρησκευτικής αυτής κίνησης, πέρα από τη διδασκαλία και το κήρυγμα, ήταν ο αγώνας εναντίον των αιρέσεων του… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… … Dictionary of Greek
παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek