Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προς-επι-βάλλω

  • 1 προς-επι-βάλλω

    προς-επι-βάλλω (s. βάλλω), noch dazu daraufwerfen, legen; τῆς γῆς, von der Erde, Pol. 9, 38, 2; hinzufügen, Plut. de amic. mult. cap. 6; Luc. Piscat. 1; Isocr. 6, 39 bei Bekker, noch dazu auferlegen.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προς-επι-βάλλω

  • 2 προς-περι-βάλλω

    προς-περι-βάλλω (s. βάλλω), noch dazu umwerfen, umgeben, τὸ περιτείχισμα, ὃ προςπεριέβαλε τῇ πόλει ὁ Βρασίδας, Thuc. 5, 2, vgl. 8, 40; – Plat. im med., κῆπον ἑνὶ περιβόλῳ προςπεριβεβλημένοι, Critia. 112 b. – Med. an sich bringen, zu erwerben suchen, οὐχ οἷός ἐστιν, ἔχων ἃ κατέστραπται, μένειν ἐπὶ τούτων, ἀλλ' ἀεί τι προςπεριβάλλεται, Dem. 4, 9; μολυσμόν, Plut. de aer. al. 7.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προς-περι-βάλλω

  • 3 βάλλω

    βάλλω, [tense] fut. βᾰλῶ (in [dialect] Att. Prose only in compds.), [dialect] Ion.
    A

    βαλέω Il. 8.403

    ,

    βαλλήσω Ar.V. 222

    , 1491: [tense] aor. 2 ἔβᾰλον, [dialect] Ion.

    προ-βάλεσκε Od. 5.331

    ; later [tense] aor. 1

    ἔβαλα LXX3 Ki.6.1

    (5.18); [dialect] Ep. and [dialect] Ion. inf.

    βαλέειν Il.2.414

    ,al., Hdt.2.111,al., but

    βαλεῖν Il.13.387

    , 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part.

    βλείς Id.176

    , as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): [tense] pf. βέβληκα: [tense] plpf. ἐβεβλήκειν, [dialect] Ep.

    βεβλήκειν Il.5.661

    :—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.

    βαλλέσκετο Hdt.9.74

    : [tense] fut. βᾰλοῦμαι ([etym.] προ-) Ar.Ra. 201, ([etym.] ἐπι-) Th.6.40, etc., [dialect] Ep. βαλεῦμαι ([etym.] ἀμφι-) Od.22.103: [tense] aor. 2 ἐβᾰλόμην, [dialect] Ion. imper.

    βαλεῦ Hdt.8.68

    .γ, used mostly in compds.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    βληθήσομαι X.HG7.5.11

    , ([etym.] δια-) E.Hec. 863; also

    βεβλήσομαι Id.Or. 271

    , Hld.2.13, ([etym.] δια-) D.16.2; part.

    δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13

    ([dialect] Ep. [tense] fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): [tense] aor.

    ἐβλήθην Hdt.1.34

    , Th.8.84, etc.: Hom. also has an [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.,

    ἔβλητο Il.11.675

    ,

    ξύμβλητο 14.39

    ; subj.

    βλήεται Od.17.472

    ; opt. βλῇο or

    βλεῖο Il.13.288

    ; inf.

    βλῆσθαι 4.115

    ; part.

    βλήμενος 15.495

    : [tense] pf. βέβλημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    βεβλήαται 11.657

    (but [ per.] 3sg. h.Ap.20), opt.

    δια-βεβλῇσθε And.2.24

    : [tense] plpf. ἐβεβλήμην ([etym.] περι-) X.HG7.4.22, ([etym.] ἐξ-) Isoc.18.17; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    περι-εβεβλέατο Hdt.6.25

    .—[dialect] Ep. [tense] pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.
    A [voice] Act., throw:
    I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand,

    βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495

    ;

    τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350

    , cf. 4.473, al.; so even in

    ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει.. δουρί 5.73

    ; and

    δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε 16.807

    ; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.:

    βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514

    : c. dupl. acc. pers. et partis,

    μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583

    : c. acc. partis only, 5.19, 657; so

    τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15

    ;

    δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144

    : c. acc. cogn.,

    ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795

    ; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib. 281.
    2 less freq. of things,

    ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 23.502

    ; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag. 1390: metaph.,

    κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος E.IT 1200

    , cf. HF 1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479;

    ἔβαλλε.. οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885

    (so [voice] Pass.,

    σελήνη.. δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122

    (Phld.)); strike the senses, of sound,

    ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535

    , cf. S.Ant. 1188, Ph. 205 (lyr.); of smell,

    ὀσμὴ β. τινά Id.Ant. 412

    ;

    τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr. 538

    .
    3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj. 1244, E.El. 902, Ar. Th. 895;

    στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57

    (hence metaph., praise, Id.O.2.98);

    φθόνος βάλλει A.Ag. 947

    ;

    φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37

    .
    II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom.,

    βαλὼν βέλος Od.9.495

    ;

    χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών Il.5

    . 346, cf. Od.20.62;

    ἐν νηυσὶν.. πῦρ β. Il.13.629

    : c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing,

    οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι.. βάλλον 12.155

    ;

    βέλεσι Od.16.277

    : in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75;

    ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29

    ;

    ἐπίσκοπα Luc.Am.16

    ; alone,

    οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33

    : c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis. 391a.
    2 generally of anything thrown,

    εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314

    ;

    τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429

    ; [

    νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71

    ; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26;

    β. κόπρον POxy.934.9

    (iii A. D.): hence

    β. ἀρούρας

    manure,

    PFay.118.21

    (ii A. D.): metaph.,

    ὕπνον.. ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364

    ;

    β. σκότον ὄμμασι E.Ph. 1535

    (lyr.);

    β. λύπην τινί S.Ph.67

    .
    b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188;

    γῆς ἔξω β. S.OT 622

    ;

    β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj. 1333

    ;

    ἄτιμον Id.Ph. 1028

    :—[voice] Pass.,

    ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164

    (Mel.);

    βεβλημένος

    on a sick-bed,

    Ev.Matt.8.14

    : then metaph.,

    ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221

    ;

    ὅς με μετ'.. ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376

    ; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr. 390, E.Tr. 1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT 657, Tr. 940 (but in E.Tr. 305 β. αἰτίαν ἔς τινα)

    ; κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053

    .
    3 let fall,

    ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306

    , cf. 23.697;

    β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198

    , cf. 114;

    κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206

    ;

    κατ' ὄσσων E.Hipp. 1396

    ;

    αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183

    ; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA 501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib. 576a4;

    βοῦς βεβληκώς SIG958.7

    ([place name] Ceos).
    5 of animals, push forward or in front,

    τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572

    ; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib. 639;

    βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44

    : metaph.,

    β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12

    .
    6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste,

    τὼ μὲν.. βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574

    , cf. 17.40, 21.104;

    μῆλα.. ἐν νηΐ β. Od.9.470

    ;

    ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh. 721

    (lyr.);

    φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51

    ;

    τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33

    ; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour,

    οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17

    ;

    εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12

    , cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph.,

    ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513

    ; ὅπως.. φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16;

    μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι Od.1.201

    ;

    ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16

    ; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr. 706, S.OT 975.
    b esp. of putting round,

    ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722

    ; of clothes or arms,

    ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα 18.204

    ; put on,

    φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5

    .
    d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).
    7 of dice, throw,

    τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33

    , cf. Pl.Lg. 968e;

    ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp. 330

    : so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu. 751: metaph., εὖ or

    καλῶς βάλλειν

    to be lucky, successful,

    Phld.

    lr.p.51 W., Rh.1.10 S.
    III intr., fall,

    ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722

    , cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς)

    ἔβαλε Act.Ap.27.14

    ; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ.. τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag. 1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at.., A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29;

    βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν Anon.

    ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.
    2 in familiar language,

    βάλλ' ἐς κόρακας

    away with you! be hanged!

    Ar.V. 835

    , etc.;

    βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma. 293a

    , cf. Men.Epit. 389.
    B [voice] Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218;

    σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op. 107

    ;

    εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ.. βάλλεαι Il.9.435

    ;

    ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84

    , etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234;

    θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610

    .
    2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.;

    ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA 1513

    (lyr.).
    4 lay as foundation,

    κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3

    , cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form,

    οἰκοδομίας Pl.Lg. 779b

    ;

    χάρακα Plb.3.105.10

    , Poll. 8.161; simply, build,

    ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13

    ; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.;

    καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς Pl.Ti. 73d

    .
    II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (but

    λουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or. 303

    ). (Arc. - δέλλω in ἐς-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάλλω

  • 4 βάλλω

    βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετε); βάλλων: aor. ( βᾰλεν), (βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)
    a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away O. 1.58

    ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13

    ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) P. 1.74 εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμαP. 4.43 ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40 τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met.,

    ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16

    εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.36

    δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων P. 8.77

    καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον ( ἔλαβον v. l.) N. 11.30 πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
    b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon O. 13.89 met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.89

    μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55

    ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) N. 1.18 & therefore, crown,

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    c cast away, lose cf. O. 1.58 οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες)

    κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον O. 8.39

    d med.,
    I cast (anchor), met.

    ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13

    II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met.,

    βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138

    κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3

    ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) N. 1.8
    e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v.

    ἐμβάλλω O. 7.44

    τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v.

    ἐπιβάλλω P. 11.14

    ]

    πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ Pae. 15.6

    f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7.

    Lexicon to Pindar > βάλλω

  • 5 βάλλω

    βάλλω fut. βαλῶ; 2 aor. ἔβαλον, 3 pl. ἔβαλον Lk 23:34 (Ps 21:19); Ac 16:23 and ἔβαλαν Ac 16:37 (B-D-F §81, 3; Mlt-H. 208); pf. βέβληκα (on this form s. lit. in LfgrE s.v. βάλλω col. 25). Pass.: 1 fut. βληθήσομαι; 1 aor. ἐβλήθην; pf. βέβλημαι; plpf. ἐβεβλήμην (Hom.+) gener. to put someth. into motion by throwing, used from the time of Hom. either with a suggestion of force or in a gentler sense; opp. of ἁμαρτάνω ‘miss the mark’.
    to cause to move from one location to another through use of forceful motion, throw
    w. simple obj. scatter seed on the ground (Diod S 1, 36, 4; Ps 125:6 v.l. [ARahlfs, Psalmi cum Odis ’31]) Mk 4:26; 1 Cl 24:5; AcPlCor 2:26; in a simile, of the body τὸ σῶμα … βληθέν vs. 27; εἰς κῆπον Lk 13:19; cast lots (Ps 21:19; 1 Ch 25:8 al.; Jos., Ant. 6, 61) Mt 27:35; Mk 15:24; Lk 23:34; J 19:24; B 6:6.
    throw τινί τι Mt 15:26; Mk 7:27. τὶ ἔμπροσθέν τινος Mt 7:6 (β.= throw something before animals: Aesop, Fab. 275b H./158 P./163 H.). τὶ ἀπό τινος throw someth. away (fr. someone) Mt 5:29f; 18:8f (Teles p. 60, 2 ἀποβάλλω of the eye). τὶ ἔκ τινος: ὕδωρ ἐκ τοῦ στόματος ὀπίσω τινός spew water out of the mouth after someone Rv 12:15f; β. ἔξω = ἐκβάλλειν throw out J 12:31 v.l.; 2 Cl 7:4; s. ἐκβάλλω 1. Of worthless salt Mt 5:13; Lk 14:35; of bad fish throw away Mt 13:48 (cp. Κυπρ. I p. 44 no. 43 κόπρια βάλλειν probably = throw refuse away); τὶ ἐπί τινα: throw stones at somebody J 8:7, 59 (cp. Sir 22:20; 27:25; Jos., Vi. 303); in a vision of the future dust on one’s head Rv 18:19; as an expression of protest τὶ εἴς τι dust into the air Ac 22:23 (D εἰς τ. οὐρανόν toward the sky); cast, throw nets into the lake Mt 4:18; J 21:6; cp. vs. 7; a fishhook Mt 17:27 (cp. Is 19:8). Pass., into the sea, lake Mt 13:47; Mk 9:42; βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν throw yourself into the sea Mt 21:21; Mk 11:23. Throw into the fire (Jos., Ant. 10, 95 and 215) Mt 3:10; Mk 9:22; Lk 3:9; J 15:6; into Gehenna Mt 5:29; 18:9b; 2 Cl 5:4; into the stove Mt 6:30; 13:42, 50 (cp. Da 3:21); Lk 12:28; 2 Cl 8:2. β. ἑαυτὸν κάτω throw oneself down Mt 4:6; Lk 4:9 (cp. schol. on Apollon. Rhod. 4, 1212–14a εἰς τὸν κρημνὸν ἑαυτὸν ἔβαλε; Jos., Bell. 4, 28).—Rv 8:7f; 12:4, 9 (schol. on Apollon. Rhod. 4, 57; 28 p. 264, 18 of throwing out of heaven ἐκβληθέντα κατελθεῖν εἰς Ἅιδου), 13; 14:19; 18:21; 19:20; 20:3, 10, 14f; thrown into a grave AcPlCor 2:32 (cp. τὰ νεκρούμενα καὶ εἰς γῆν βαλλόμενα Just., A I, 18, 6).—Of physical disability βεβλημένος lying (Jos., Bell. 1, 629) ἐπὶ κλίνης β. Mt 9:2; cp. Mk 7:30. Throw on a sickbed Rv 2:22. Pass. abs. (Conon [I B.C./I A.D.] 26 Fgm. 1, 17 Jac. βαλλομένη θνήσκει) lie on a sickbed (cp. Babrius 103, 4 κάμνων ἐβέβλητο [ἔκειτο L-P.]) Mt 8:6, 14. ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα he lay before the door Lk 16:20 (ἐβέβλητο as Aesop, Fab. 284 H.; Jos., Ant. 9, 209; Field, Notes 70).—Fig. εἰς ἀθυμίαν β. τινά plunge someone into despondency 1 Cl 46:9.
    to cause or to let fall down, let fall of a tree dropping its fruit Rv 6:13; throw down 18:21a, to destruction ibid. b.
    to force out of or into a place, throw (away), drive out, expel ἐβλήθη ἔξω he is (the aor. emphasizes the certainty of the result, and is gnomic [B-D-F §333; Rob. 836f; s. Hdb. ad loc.]) thrown away/out, i.e. expelled fr. the fellowship J 15:6. drive out into the desert B 7:8; throw into prison Mt 18:30; Rv 2:10 (Epict. 1, 1, 24; 1, 12, 23; 1, 29, 6 al.; PTebt 567 [53/54 A.D.]). Pass. be thrown into the lions’ den 1 Cl 45:6 (cp. Da 6:25 Theod. v.l.; Bel 31 Theod. v.l.); εἰς τὸ στάδιον AcPl Ha 4, 13. Fig. love drives out fear 1J 4:18.
    to put or place someth. in a location, put, place, apply, lay, bring
    w. simple obj. κόπρια β. put manure on, apply m. Lk 13:8 (POxy 934, 9 μὴ οὖν ἀμελήσῃς τοῦ βαλεῖν τὴν κόπρον).
    w. indication of the place to which τὶ εἴς τι: put money into the temple treasury Mk 12:41–44; Lk 21:1–4 (in the context Mk 12:43f; Lk 21:3f suggest sacrifical offering by the widow); τὰ βαλλόμενα contributions (s. γλωσσόκομον and cp. 2 Ch 24:10) J 12:6; put a finger into an ear when healing Mk 7:33; difft. J 20:25, 27 (exx. from medical lit. in Rydbeck 158f); to determine virginal purity by digital exploration GJs 19:3; put a sword into the scabbard J 18:11; place bits into mouths Js 3:3; εἰς τὴν κολυμβήθραν take into the pool J 5:7; cp. Ox 840, 33f; πολλὰ θηρία εἰς τὸν Παῦλον many animals let loose against Paul AcPl Ha 5, 4f (here β. suggests the rush of the animals); β. εἰς τὴν καρδίαν put into the heart J 13:2 (cp. Od. 1, 201; 14, 269; Pind., O. 13, 16 [21] πολλὰ δʼ ἐν καρδίαις ἔβαλον; schol. on Pind., P. 4, 133; Plut., Timol. 237 [3, 2]; Herm. Wr. 6, 4 θεῷ τῷ εἰς νοῦν μοι βαλόντι). Of liquids: pour (Epict. 4, 13, 12; PLond III, 1177, 46 p. 182 [113 A.D.]; Judg 6:19 B) wine into skins Mt 9:17; Lk 5:37f; water into a basin (TestAbr B 3 p. 107, 18 [Stone p. 62] βάλε ὕδωρ ἐπὶ τῆς λεκάνης ἵνα νίψωμεν τοὺς πόδας τοῦ ξένου [cp. TestAbr A 3 p. 80, 1 [Stone p. 8] ἔνεγκέ μοι ἐπὶ τῆς λ.]; Vi. Aesopi W 61 p. 92, 29f P. βάλε ὕδωρ εἰς τ. λεκάνην καὶ νίψον μου τοὺς πόδας; PGM 4, 224; 7, 319 βαλὼν εἰς αὐτὸ [the basin] ὕδωρ) J 13:5; wormwood in honey Hm 5, 1, 5; ointment on the body Mt 26:12.—βάρος ἐπί τινα put a burden on some one Rv 2:24. δρέπανον ἐπὶ τὴν γῆν swing the sickle on the earth as on a harvest field Rv 14:19. Cp. ἐπʼ αὐτὸν τὰς χείρας J 7:44 v.l. (s. ἐπιβάλλω 1b). Lay down crowns (wreaths) before the throne Rv 4:10.
    other usage ῥίζας β. send forth roots, take root like a tree, fig. (Polemon, Decl. 2, 54 ὦ ῥίζας ἐξ ἀρετῆς βαλλόμενος) 1 Cl 39:8 (Job 5:3).
    to bring about a change in state or condition, εἰρήνην, μάχαιραν ἐπὶ τὴν γῆν bring peace, the sword on earth Mt 10:34 (Jos., Ant. 1, 98 ὀργὴν ἐπὶ τὴν γῆν βαλεῖν); χάριν ἐπʼ αὐτήν God showed her (Mary) favor GJs 7:3. τὶ ἐνώπιόν τινος: σκάνδαλον place a stumbling-block Rv 2:14.
    to entrust money to a banker for interest, deposit money (τί τινι as Quint. Smyrn. 12, 250 in a difft. context) w. the bankers (to earn interest; cp. Aristoxenus, Fgm. 59 τὸ βαλλόμενον κέρμα; so also Diog. L. 2, 20) Mt 25:27.
    to move down suddenly and rapidly, rush down, intr. (Hom.; Epict. 2, 20, 10; 4, 10, 29; POslo 45, 2; En 18:6 ὄρη … εἰς νότον βάλλοντα ‘in a southern direction’. Cp. Rdm.2 23; 28f; Rob. 799; JStahl, RhM 66, 1911, 626ff) ἔβαλεν ἄνεμος a storm rushed down Ac 27:14. (s. Warnecke 36 n. 9).—B. 673. Schmidt, Syn. III 150–66. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > βάλλω

  • 6 ἐπι-προς-βάλλω

    ἐπι-προς-βάλλω (s. βάλλω), intrans., dahin anlanden, Ἀβύδῳ Ap. Rh. 1, 931.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐπι-προς-βάλλω

  • 7 ἐπί

    ἐπί prep. w. gen., dat., or acc.; s. the lit. on ἀνά, beg. (Hom.+). The basic idea is ‘upon’ (opp. ὑπό) Kühner-G. I 495; s. also Rob 600–605. (In the foll. classifications case use is presented seriatim; in earlier editions of this lexicon all sections, except 13, 17, and 18 [of time], were included under the general rubric ‘Place’.)
    marker of location or surface, answering the question ‘where?’ on, upon, near
    w. gen., marking a position on a surface ἐ. (τῆς) γῆς on (the) earth (cp. En 9:1; 98:1; ἐ. γῆς 25:6; PsSol 17:2) Mt 6:10, 19; 9:6; 23:9; Mk 6:47 al. (Ar. 12, 1; Just., A I, 54, 7 al.). ἐ. τῆς θαλάσσης on the sea (cp. Job 9:8; Dio Chrys. 10 [11], 129 βαδίζειν ἐ. τῆς θαλ.; Lucian, Philops. 13 βαδίζειν ἐφʼ ὕδατος, VH 2, 4; Artem. 3, 16 ἐ. τ. θαλάσσης περιπατεῖν; schol. on Nicander, Ther. 15 p. 5, 26ff relying on the testimony of Hesiod: Orion was given a gift [δωρεά] by the gods καὶ ἐ. κυμάτων πορεύεσθαι καὶ ἐ. τῆς γῆς) Mt 14:26; Mk 6:48f; J 6:19 (w. acc. P75; s. 4bβ below). ἐ. τῶν νεφελῶν on the clouds Mt 24:30; 26:64 (Da 7:13; cp. Philo, Praem. 8). ἐ. κλίνης 9:2; Lk 17:34. ἐ. τοῦ δώματος on the roof vs. 31; Mt 24:17; 10:27 foll. by pl. W. verbs: κάθημαι ἐ. τινος sit on someth. (Job 2:8; ἐ. τοῦ ἅρματος GrBar 6:2; cp. JosAs 27:1 ἐ. τοῦ ὀχήματος καθεζόμενος; Just., D. 90, 5 ἐ. λίθου καθεζόμενος) Mt 24:3; 27:19; Ac 8:28; Rv 6:16; 9:17 (the same prep. used in Rv w. κάθημαι and dat. s. bα below, and w. acc. cα). ἑστηκέναι ἐ. τινος stand on someth. Ac 21:40; Rv 10:5, 8 (Just., D. 86, 2 ἐστηρίχθαι). With parts of the body: ἐ. χειρῶν αἴρειν carry on (i.e. in/with) their hands Mt 4:6; Lk 4:11 (both Ps 90:12). ἐ. κεφαλῆς on the head (Hdt. 5, 12, 4) J 20:7; 1 Cor 11:10; Rv 12:1. ἐ. τοῦ μετώπου Rv 7:3; 9:4. ἐ. γυμνοῦ on the naked body Mk 14:51. Cp. use of ἐπί w. καθίζω and gen., and ἐπί w. κάθημαι and acc. Mt 19:28.—In a gener. and fig. sense Ac 21:23.
    w. dat., gener. suggesting contiguity on, in, above.
    α. answering the question ‘where?’ (Hom. et al.; ins, pap, LXX; Just., D. 105, 5 ἐ. τῷ σταυρῷ; Tat., 9:1 ἐ. τοῖς ὄρεσι; Ath. 20, 1 ἐ. τῷ μετώπῳ; Mel., P. 19, 131 ἐ. σάκκῳ καὶ σποδῷ) ἐ. πίνακι on a platter Mt 14:8, 11; Mk 6:25, 28. ἀνακλῖναι ἐ. τῷ χλωρῷ χόρτῳ on the green grass 6:39. ἐ. τοῖς κραβάττοις vs. 55. ἐπέκειτο ἐπʼ αὐτῷ lay on it (or before it) J 11:38. καθήμενος ἐ. τῷ θρόνῳ Rv 4:9 (cp. gen. w. καθ. 1a above, and acc. cα below) 5:13; 7:10 and oft. ἐφʼ ἵπποις λευκοῖς on white horses 19:14. ἐ. σανίσιν on planks Ac 27:44. ἐ. τῇ στοᾷ in the colonnade 3:11. τὰ ἐ. τοῖς οὐρανοῖς what is above (or in) the heavens Eph 1:10. ἐπʼ αὐτῷ above him, at his head Lk 23:38 (=Mt 27:37 ἐπάνω τ. κεφαλῆς αὐτοῦ).
    β. answering the question ‘whither?’ on, upon (Hom. et al.) w. verbs that indicate a direction: οἰκοδομεῖν ἐ. τινι build upon someth. Mt 16:18. ἐποικοδομεῖν Eph 2:20. ἐπιβάλλειν ἐπίβλημα ἐ. ἱματίῳ παλαιῷ put a patch on an old garment Mt 9:16. ἐπιπίπτειν ἐ. τινι Ac 8:16. ἐκάθισεν ἐ. τῷ θρόνῳ he sat down on the throne GJs 11:1. λίθον ἐπʼ αὐτῇ βαλέτω J 8:7 v.l. (cp. 12a below).
    w. acc., answering the question ‘where?’ (Hom. et al.; LXX; JosAs 29:2 φορῶν ἐ. τὸν μηρὸν αὐτοῦ ῥομφαίαν; Just., D. 53, 1 ζυγὸν ἐ. αὐχένα μὴ ἔχων)
    α. on, over someth. καθεύδειν ἐ. τι sleep on someth. Mk 4:38. καθῆσθαι ἐ. τι sit on someth. Mt 19:28 (in the same vs. καθίζω w. gen., s. a above) J 12:15; Rv 4:4; 6:2; 11:16 al.; cp. Lk 21:35b; κεῖσθαι ἐ. τι lie upon someth. 2 Cor 3:15. κατακεῖσθαι Lk 5:25. ἑστηκέναι ἐ. τὸν αἰγιαλόν stand on the shore Mt 13:2; cp. Rv 14:1. ἑστῶτας ἐ. τὴν θάλασσαν standing beside the sea 15:2. ἔστη ἐ. τὴν κεφαλὴν τοῦ παιδίου (the star) remained stationary over the head of the child GJs 21:3. σκηνοῦν ἐ. τινα spread a tent over someone Rv 7:15. ἐ. τὴν δεξιάν at the right hand 5:1. λίθος ἐ. λίθον stone upon stone Mt 24:2.
    β. ἐ. τὸ αὐτό at the same place, together (Ps.-X., Respublica Athen. [The Old Oligarch] 2, 2; Pla., Rep. 329a; SIG 736, 66 [92 B.C.]. In pap=‘in all’: PTebt 14, 20 [114 B.C.]; PFay 102, 6.—2 Km 2:13; En 100:2) εἶναι ἐ. τὸ αὐτό be together Lk 17:35; Ac 1:15; 2:1, 44. In 1 Cor 7:5 it is a euphemistic expr. for sexual union. κατοικεῖν ἐ. τὸ αὐτό live in the same place (Dt 25:5) Hm 5, 1, 4. Also w. verbs of motion (Sus 14 Theod.) συνέρχεσθαι ἐ. τὸ αὐτό come together to the same place 1 Cor 11:20; 14:23; cp. B 4:10 (Just., A I, 67, 3 συνέλευσις γίνεται). συνάγεσθαι (Phlegon of Tralles [Hadr.]: 257 Fgm. 36 III 9 Jac.; PsSol 2:2; TestJob 28:5 Jos., Bell. 2, 346) Mt 22:34; Ac 4:26 (Ps 2:2); 1 Cl 34:7. ἐ. τὸ αὐτὸ μίγνυσθαι be mixed together Hm 10, 3, 3. προσετίθει ἐ. τὸ αὐτό added to their number Ac 2:47.
    γ. at, by, near someone or someth. καθῆσθαι ἐ. τὸ τελώνιον sit at the tax-office Mt 9:9 (ἐ. τὰς ὡραίας πύλας GrBar prol. 2); Mk 2:14. ἑστηκέναι ἐ. τὴν θύραν stand at the door Rv 3:20. σὺ ἔστης ἐ. τὸ θυσιαστήριον you are standing (ἕστηκας deStrycker) as priest at the altar GJs 8:2. ἐφʼ ὑμᾶς among you 2 Th 1:10; cp. Ac 1:21.—Of pers., over whom someth. is done ὀνομάζειν τὸ ὄνομα Ἰησοῦ ἐ. τινα speak the name of Jesus over someone Ac 19:13. ἐπικαλεῖν τὸ ὄνομά τινος ἐ. τινα=to claim someone for one’s own (Jer 14:9; 2 Ch 7:14; 2 Macc 8:15) Ac 15:17 (Am 9:12); Js 2:7; Hs 8, 6, 4. προσεύχεσθαι ἐ. τινα pray over someone Js 5:14.
    marker of presence or occurrence near an object or area, at, near
    w. gen., of immediate proximity to things at, near (Hdt. 7, 115; X., An. 4, 3, 28 al.; LXX, Just.) ἐ. τ. θυρῶν at the gates (Plut., C. Gracch. 841 [14, 3]; PRyl 127, 8f [29 A.D.] κοιμωμένου μου ἐ. τῆς θύρας; 1 Macc 1:55; Just., D. 111, 4) Ac 5:23 (s. b below for dat. in 5:9). ἐ. τῆς θαλάσσης near the sea (Polyb. 1, 44, 4; Ex 14:2; Dt 1:40; 1 Macc 14:34) J 21:1. ἐ. τῆς ὁδοῦ by the road Mt 21:19. ἐσθίειν ἐ. τῆς πραπέζης τινός eat at someone’s table Lk 22:30 (cp. POxy 99, 14 [55 A.D.] τράπεζα, ἐφʼ ἧς Σαραπίων καὶ μέτοχοι; Da 11:27 LXX ἐ. μιᾶς τραπέζης). ἐ. τοῦ (τῆς) βάτου at the thornbush = in the passage about the thornbush (i.e. Ex 3:1ff) Mk 12:26; Lk 20:37.
    with dat., of immediate proximity at, near by (Hom.+) ἦν ἔτι ἐ. τῷ τόπῳ ὅπου was still at the place, where J 11:30 v.l. (for ἐν; cp. Just., D. 402). ἐ. τῇ θύρᾳ (ἐ. θύραις) at the door (Hom. et al.; Wsd 19:17; Jos., Ant. 17, 90; Just., D. 32, 3) Mt 24:33; Mk 13:29; Ac 5:9 (s. a above). ἐ. τοῖς πυλῶσιν Rv 21:12. ἐ. τῇ πηγῇ J 4:6 (Jos., Ant. 5, 58 ἐ. τινι πηγῇ; Just., A I, 64, 1 ἐ. ταῖς … πηγαῖς). ἐ. τῇ προβατικῇ (sc. πύλῃ) near the sheepgate 5:2; cp. Ac 3:10. ἐ. τῷ ποταμῷ near the river (since Il. 7, 133; Jos., Ant. 4, 176 ἐ. τ. Ἰορδάνῳ) Rv 9:14.—Of pers. (Diod S 14, 113, 6; Just., A I, 40, 7) ἐφʼ ὑμῖν among you 2 Cor 7:7; cp. Ac 28:14 v.l.
    marker of involvement in an official proceeding, before, w. gen., of pers., esp. in the language of lawsuits (Pla., Leg. 12, 943d; Isaeus 5, 1 al.; UPZ 71, 15; 16 [152 B.C.]; POxy 38, 11; Mitt-Wilck. I/2, 382, 23=BGU 909, 23; Jos., Vi. 258; Just., A II, 1, 1 ἐ. Οὐρβίκου). ἐ. τοῦ ἡγεμόνος in the governor’s presence Mt 28:14. ἐ. ἡγεμόνων καὶ βασιλέων Mk 13:9. ἐ. σου before you (the procurator) Ac 23:30. ἐ. Τερτούλλου Phlm subscr. v.l.; στάντος μου ἐ. τοῦ συνεδρίου Ac 24:20 (cp. Diod S 11, 55, 4 ἐ. τοῦ κοινοῦ συνεδρίου τ. Ἑλλήνων). γυναικὸς … διαβληθείσης ἐ. τοῦ κυρίου Papias (2:17). κρίνεσθαι ἐ. τῶν ἀδίκων go to law before the unrighteous 1 Cor 6:1. κριθήσεται ἐφʼ ὑμῶν before your tribunal D 11:11. μαρτυρεῖν ἐ. Ποντίου Πιλάτου testify before Pontius Pilate 1 Ti 6:13 (s. μαρτυρέω 1c). ἐ. τοῦ βήματος (POxy 37 I, 3 [49 A.D.]) ἑστὼς ἐ. τοῦ βήματος Καίσαρός εἰμι I am standing before Caesar’s tribunal Ac 25:10 (Appian says Prooem. c. 15 §62 of himself: δίκαις ἐν Ῥώμῃ συναγορεύσας ἐ. τῶν βασιλέων=I acted as attorney in lawsuits in Rome before the emperors).—Gener. in someone’s presence (Appian, Syr. 61 §324 ἐφʼ ὑμῶν=in your presence) ἐ. Τίτου before Titus 2 Cor 7:14. Cp.10 below.
    marker of movement to or contact w. a goal, toward, in direction of, on
    w. gen., marking contact with the goal that is reached, answering the question ‘whither?’ toward, on, at w. verbs of motion (Appian, Iber. 98 §427 ἀπέπλευσεν ἐπʼ οἴκου=he sailed [toward] home; PGM 4, 2468f ἀναβὰς ἐ. δώματος; JosAs 27:1 ἀνέδραμε … ἐ. πέτρας; Jos., Ant. 4, 91 ἔφευγον ἐ. τ. πόλεων; Tat. 33:3 Εὐρώπην ἐ. τοῦ ταύρου καθιδρύσαντος) βάλλειν τὸν σπόρον ἐ. τῆς γῆς Mk 4:26; also σπείρειν vs. 31. πίπτειν (Wsd 18:23; TestAbr A 3 p. 80, 11 [Stone p. 8]; JosAs 9:1) 9:20; 14:35. καθιέναι Ac 10:11. τιθέναι (Sir 17:4) Lk 8:16; J 19:19; Ac 5:15. ἔρχεσθαι Hb 6:7; Rv 3:10; γίνεσθαι ἐ. reach, be at J 6:21. γενόμενος ἐ. τοῦ τόπου when he reached the place Lk 22:40. καθίζειν take one’s seat ἐ. θρόνου (JosAs 7:1 al.) Mt 19:28 (s. 1a end); 23:2; 25:31; J 19:13 (ἐ. βήματος of Pilate as Jos., Bell. 2, 172; of Jesus Just., A I, 35, 6). κρεμαννύναι ἐ. ξύλου hang on a tree (i.e. cross) (Gen 40:19; cp. Just., D. 86, 6 σταυρωθῆναι ἐ. τοῦ ξύλου) Ac 5:30; 10:39; cp. Gal 3:13 (Dt 21:23).
    w. acc.
    α. specifying direction (En 24:2 ἐ. νότον ‘southward’ of position of the mountain) of motion that takes a particular direction, to, toward ἐκτείνας τ. χεῖρα ἐ. τοὺς μαθητάς Mt 12:49; cp. Lk 22:53 (JosAs 12:8). πορεύεσθαι ἐ. τὸ ἀπολωλός go after the one that is lost 15:4. ἐ. τὴν ῏Ασσον in the direction of Assos Ac 20:13. ἐπιστρέφειν ἐ. τι turn to someth. 2 Pt 2:22 (cp. Pr 26:11; En 99:5). ὡς ἐ. λῃστήν as if against a robber Mt 26:55; Mk 14:48; Lk 22:52.
    β. from one point to another across, over w. motion implied (Hom.+; LXX) περιπατεῖν, ἐλθεῖν ἐ. τ. θάλασσαν or ἐ. τ. ὕδατα Mt 14:25, 28f; J 6:19 P75. Of spreading across the land (PsSol 17:10): famine Ac 7:11; 11:28; darkness Mt 27:45; Lk 23:44. ἐ. σταδίους δώδεκα χιλιάδων across twelve thousand stades Rv 21:16 v.l. (Polyaenus 5, 44, 4 ἐ. στάδια δέκα); ἐ. πλεῖον further (1 Esdr 2:24; 2 Macc 10:27) Ac 4:17.
    γ. of goal attained (Hom. et al.; LXX) on, upon someone or someth. πέσατε ἐφʼ ἡμᾶς Lk 23:30 (Hos 10:8). ἔπεσεν ἐ. τὰ πετρώδη Mt 13:5; cp. Lk 13:4. ἔρχεσθαι ἐ. τινα come upon someone Mt 3:16; also καταβαίνειν fr. above J 1:33; cp. Rv 16:21. ἀναβαίνειν (Jos., Ant. 13, 138; Just., A II, 12, 7) Lk 5:19. ἐπιβαίνειν Mt 21:5 (Zech 9:9).—Ac 2:3; 9:4 al.; διασωθῆναι ἐ. τ. γῆν be brought safely to the land 27:44; cp. vs. 43; Lk 8:27. ἐ. τὸ πλοῖον to the ship Ac 20:13. ἀναπεσεῖν ἐ. τὴν γῆν lie down or sit down on the ground Mt 15:35. ἔρριψεν αὐτὸν χαμαὶ ἐ. τὸν σάκκον he threw himself down on the sackcloth GJs 13:1. τιθέναι τι ἐ. τι put someth. on someth. (JosAs 16:11) Mt 5:15; Lk 11:33; Mk 8:25 v.l.; likew. ἐπιτιθέναι (JosAs 29:5) Mt 23:4; Mk 8:25; Lk 15:5; J 9:6, 15; Ac 15:10. ἐπιβάλλειν τ. χεῖρας ἐ. τινα (Gen 22:12 al.) Mt 26:50; Lk 21:12; Ac 5:18. Mainly after verbs of placing, laying, putting, bringing, etc. on, to: ἀναβιβάζω, ἀναφέρω, βάλλω, γράφω, δίδωμι, ἐγγίζω, ἐπιβιβάζω, ἐπιγράφω, ἐποικοδομέω, ἐπιρ(ρ)ίπτω, θεμελιόω, ἵστημι, κατάγω, οἰκοδομέω, σωρεύω; s. these entries. Sim. βρέχειν ἐ. τινα cause rain to fall upon someone Mt 5:45 (cp. PsSol 17:18); also τ. ἥλιον ἀνατέλλειν ἐ. τινα cause the sun to rise so that its rays fall upon someone *ibid. τύπτειν τινὰ ἐ. τὴν σιαγόνα strike on the cheek Lk 6:29. πίπτειν ἐ. (τὸ) πρόσωπον (Jdth 14:6) on the face Mt 17:6; 26:39; Lk 5:12; 17:16; 1 Cor 14:25; Rv 7:11.To, upon w. acc. of thing πορεύεσθαι ἐ. τὴν ὁδόν go to the road Ac 8:26; cp. 9:11. ἐ. τὰς διεξόδους Mt 22:9. ἵνα μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐ. πᾶν δένδρον so that no wind should blow upon any tree Rv 7:1.
    δ. of closeness to someth. or someone to, up to, in the neighborhood of, on ἐ. τὸ μνημεῖον up to the tomb Mk 16:2; Lk 24:1 v.l., 22, 24; cp. ἐ. τὸ μνῆμα Mk 16:2 v.l.; Lk 24:1. ἔρχεσθαι ἐ. τι ὕδωρ come to some water Ac 8:36. ἐ. τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν to the iron gate 12:10. καταβαίνειν ἐ. τὴν θάλασσαν go down to the sea J 6:16. ἐ. τὸν Ἰορδάνην Mt 3:13 (Just., D. 88, 3 al.). ἀναπίπτειν ἐ. τὸ στῆθος he leaned back on (Jesus’) breast J 13:25; 21:20. πίπτειν ἐ. τοὺς πόδας fall at (someone’s) feet Ac 10:25 (JosAs 14:10 ἔπεσεν ἐ πρόσωπον ἐ. τοὺς πόδας αὐτοῦ). ἐ. τ. ἀκάνθας among the thorns Mt 13:7.—W. acc. of pers. to someone ἐ. τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες they came to Jesus J 19:33; cp. Mt 27:27; Mk 5:21.
    ε. in imagery of goal or objective to, toward (Just., A II, 7, 6 ἐπʼ ἀμφότερα τρέπεσθαι) ἐπιστρέφειν, ἐπιστρέφεσθαι ἐ. τινα turn to (Dt 30:10; 31:20 al.; Ar. 2, 1 ἔλθωμεν καὶ ἐ. τὸ ἀνθρώπινον γένος ‘let us now turn to …’; Just., D. 56, 11 ἐ. τὰς γραφὰς ἐπανελθών) Lk 1:17; Ac 9:35; 11:21; 14:15; 26:20; Gal 4:9; 1 Pt 2:25.
    marker of manner, corresponding to an adv., w. dat. (Aeschyl., Suppl. 628 ἐπʼ ἀληθείᾳ; UPZ 162 VI, 3 [117 B.C.] κακοτρόπως καὶ ἐ. ῥαδιουργίᾳ; POxy 237 VI, 21 ἐ. τῇ τῶν ἀνθρ. σωτηρίᾳ; ἐφʼ ὁράσει En 14:8; Just., A I, 9, 3 ἐφʼ ὕβρει; 55, 7 ἐ. τούτῳ τῷ σχήματι ‘in this form’; Tat. 17, 1 ἐπʼ ἀκριβείᾳ; Ath. 33, 2 ἐφʼ ἑνὶ γάμῳ) ὁ σπείρων ἐπʼ εὐλογίαις (in contrast to ὁ σπείρων φειδομένως one who sows sparingly) one who sows in blessing (i.e. generously) 2 Cor 9:6. ἐπʼ εὐλογίαις θερίζειν reap generously ibid.
    marker of basis for a state of being, action, or result, on, w. dat. (Hom. et al.)
    ἐπʼ ἄρτῳ ζῆν live on bread Mt 4:4; Lk 4:4 (both Dt 8:3. cp. Ps.-Pla., Alcib. 1, 105c; Plut., Mor. 526d; Alciphron 3, 7, 5; SibOr 4, 154). ἐ. τῷ ῥήματί σου depending on your word Lk 5:5. οὐ συνῆκαν ἐ. τοῖς ἄρτοις they did not arrive at an understanding (of it) (by reflecting) on (the miracle of) the loaves Mk 6:52 (cp. Demosth. 18, 121 τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις ἐ. τούτοις [sc. λόγοις];=why do you not come to an understanding concerning these words?). ἐ. τῇ πίστει on the basis of faith Ac 3:16; Phil 3:9. ἐπʼ ἐλπίδι on the basis of hope, supporting itself on hope Ac 2:26 (? s. ἐλπίς 1bα); Ro 4:18; 8:20; 1 Cor 9:10; Tit 1:2.—Ac 26:6 ἐπʼ ἐλπίδι gives the basis of the trial at law, as does ἐ. εὐεργεσίᾳ 4:9. ἀπολύειν τ. γυναῖκα ἐ. πορνείᾳ Mt 19:9 (cp. Dio Chrys. 26 [43], 10 ἀπολύειν ἐπʼ ἀργυρίῳ; Ath. 2, 3 κρίνεσθαι … μὴ ἐ. τῷ ὀνόματι, ἐ. δὲ τῷ ἀδικήματι). γυναικὸς ἐ. πόλλαις ἁμαρτίαις διαβληθείσης Papias (2:17). On the basis of the testimony of two witnesses (cp. Appian, Iber. 79 §343 ἤλεγχον ἐ. μάρτυσι) Hb 10:28 (Dt 17:6); sim. use of ἐ. τινί on the basis of someth.: 8:6; 9:10, 15 (here it may also be taken in the temporal sense; s. 18 below), 17. ἁμαρτάνειν ἐ. τῷ ὁμοιώματι τ. παραβάσεως Ἀδάμ Ro 5:14 (ὁμοίωμα 1). δαπανᾶν ἐ. τινι pay the expenses for someone Ac 21:24. ἀρκεῖσθαι ἐ. τινι be content w. someth. 3J 10.
    w. verbs of believing, hoping, trusting: πεποιθέναι (Wsd 3:9; Sus 35; 1 Macc 10:71; 2 Macc 7:40 and oft.) Lk 11:22; 18:9; 2 Cor 1:9; Hb 2:13 (2 Km 22:3). πιστεύειν Lk 24:25; Ro 9:33; 10:11; 1 Pt 2:6 (the last three Is 28:16). ἐλπίζειν (2 Macc 2:18; Sir 34:7) Ro 15:12 (Is 11:10); 1 Ti 4:10; 6:17; cp. 1J 3:3. παρρησιάζεσθαι Ac 14:3.
    after verbs which express feelings, opinions, etc.: at, because of, from, with (Hom. et al.) διαταράσσεσθαι Lk 1:29. ἐκθαυμάζειν Mk 12:17. ἐκπλήσσεσθαι Mt 7:28; Mk 1:22; Lk 4:32; Ac 13:12. ἐξίστασθαι (Jdth 11:16; Wsd 5:2 al.) Lk 2:47. ἐπαισχύνεσθαι (Is 1:29) Ro 6:21. εὐφραίνεσθαι (Sir 16:1; 18:32; 1 Macc 11:44) Rv 18:20. θαμβεῖσθαι Mk 10:24; cp. Lk 5:9; Ac 3:10. θαυμάζειν (Lev 26:32; Jdth 10:7 al.; Jos., Ant. 10, 277) Mk 12:17 v.l. μακροθυμεῖν (Sir 18:11; 29:8; 35:19) Mt 18:26, 29; Lk 18:7; Js 5:7. μετανοεῖν (Plut., Ag. 803 [19, 5]; Ps.-Lucian, Salt. 84; Prayer of Manasseh [=Odes 12] 7; Just., A I, 61, 10; D. 95, 3 al.) 2 Cor 12:21. ὀδυνᾶσθαι (cp. Tob 6:15) Ac 20:38. ὀργίζεσθαι Rv 12:17. σπλαγχνίζεσθαι Mt 14:14; Lk 7:13. συλλυπεῖσθαι Mk 3:5. στυγνάζειν 10:22. χαίρειν (PEleph 13, 3; Jos., Ant. 1, 294; Tob 13:15; Bar 4:33; JosAs 4:2; Ar. 15, 7) Mt 18:13; Lk 1:14; 13:17; Ro 16:19 al. χαρὰν καὶ παράκλησιν ἔχειν Phlm 7. χαρὰ ἔσται Lk 15:7; cp. vs. 10 (Jos., Ant. 6, 116 ἡ ἐ. τῇ νίκῃ χαρά). Also w. verbs that denote aroused feelings παραζηλοῦν and παροργίζειν make jealous and angry at Ro 10:19 (Dt 32:21). παρακαλεῖν 1 Th 3:7a (cp. Just., D. 78:8 παράκλησιν ἐχουσῶν ἐ.), as well as those verbs that denote an expression of the emotions ἀγαλλιᾶσθαι (cp. Tob 13:15; Ps 69:5) Lk 1:47; Hs 8, 1, 18; 9, 24, 2. καυχᾶσθαι (Diod S 16, 70; Sir 30:2) Ro 5:2. κοπετὸν ποιεῖν (cp. 3 Macc 4:3) Ac 8:2. ὀλολύζειν Js 5:1. αἰνεῖν (cp. X., An. 3, 1, 45 al.) Lk 2:20. δοξάζειν (Polyb. 6, 53, 10; cp. Diod S 17, 21, 4 δόξα ἐ. ἀνδρείᾳ=fame because of bravery) Ac 4:21; 2 Cor 9:13. εὐχαριστεῖν give thanks for someth. (s. εὐχαριστέω 2; UPZ 59, 10 [168 B.C.] ἐ. τῷ ἐρρῶσθαί σε τ. θεοῖς εὐχαρίστουν) 1 Cor 1:4; cp. 2 Cor 9:15; 1 Th 3:9.—ἐφʼ ᾧ = ἐπὶ τούτῳ ὅτι for this reason that, because (Diod S 19, 98; Appian, Bell. Civ. 1, 112 §520; Ael. Aristid. 53 p. 640 D.; Synes., Ep. 73 p. 221c; Damasc., Vi. Isid. 154; Syntipas p. 12, 9; 127, 8; Thomas Mag. ἐφʼ ᾧ ἀντὶ τοῦ διότι; cp. W-S. §24, 5b and 12f. S. WKümmel, D. Bild des Menschen im NT ’48, 36–40) Ro 5:12 (SLyonnet, Biblica 36, ’55, 436–56 [denies a causal sense here]. On the probability of commercial idiom s. FDanker, FGingrich Festschr. ’72, 104f, also Ro 5:12, Sin under Law: NTS 14, ’68, 424–39; against him SPorter, TynBull 41, ’90, 3–30, also NTS 39, ’93, 321–33; difft. JFitzmyer, Anchor Bible Comm.: Romans, ad loc. ‘w. the result that all have sinned’); 2 Cor 5:4; Phil 3:12; for, indeed 4:10.
    marker of addition to what is already in existence, to, in addition to. W. dat. (Hom. et al.; PEleph 5, 17 [284/283 B.C.] μηνὸς Τῦβι τρίτῃ ἐπʼ εἰκάδι; Tob 2:14; Sir 3:27; 5:5) προσέθηκεν τοῦτο ἐ. πᾶσιν he added this to everything else Lk 3:20 (cp. Lucian, Luct. [On Funerals], 24). ἐ. τ. παρακλήσει ἡμῶν in addition to our comfort 2 Cor 7:13. λύπη ἐ. λύπῃ grief upon grief Phil 2:27 v.l. (cp. Soph., Oed. C. 544, also Polyb. 1, 57, 1 πληγὴ ἐ. πληγῇ; Plut., Mor. 123f; Polyaenus 5, 52 ἐ. φόνῳ φόνον; Quint. Smyrn. 5, 602 ἐ. πένθει πένθος=sorrow upon sorrow; Sir 26:15). ἐ. τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ to your prayer of thanks 1 Cor 14:16. So perh. also Hb 8:1. ἐ. πᾶσι τούτοις to all these Col 3:14; Lk 16:26 v.l. (X., Mem. 1, 2, 25 al.; Sir 37:15; cp. 1 Macc 10:42; Just., D. 133, 1 ἐ. τούτοις πᾶσι).—W. acc.: addition to someth. of the same kind Mt 6:27; Lk 12:25; Rv 22:18a. λύπην ἐ. λύπην sorrow upon sorrow Phil 2:27 (cp. Is 28:10, 13; Ezk 7:26; Ps 68:28).
    marker of perspective, in consideration of, in regard to, on the basis of, concerning, about, w. gen. (Antig. Car. 164 ἐ. τῶν οἴνων ἀλλοιοῦσθαι; 4 Macc. 2:9 ἐ. τῶν ἑτέρων … ἔστιν ἐπιγνῶναι τοῦτο, ὅτι …; Ath. 29, 2 τὰ ἐ. τῆς μανίας πάθη) ἐ. δύο ἢ τριῶν μαρτύρων on the evidence of two or three witnesses 1 Ti 5:19 (cp. TestAbr A 13 p. 92, 22ff. [Stone p. 32]). Sim. in the expr. ἐ. στόματος δύο μαρτύρων (Dt 19:15) Mt 18:16; 2 Cor 13:1. ἐπʼ αὐτῆς on the basis of it Hb 7:11. ἐπʼ ἀληθείας based on truth = in accordance w. truth, truly (Demosth. 18, 17 ἐπʼ ἀληθείας οὐδεμιᾶς εἰρημένα; POxy 255, 16 [48 A.D.]; Da 2:8; Tob 8:7; En 104:11) Mk 12:14, 32; Lk 4:25; 20:21; Ac 4:27. ἐφʼ ἑαυτοῦ based on himself = to or by himself (X., An. 2, 4, 10; Demosth. 18, 224 ἐκρίνετο ἐφʼ ἑαυτοῦ; Dionys. Hal., Comp. Verb. 16 ἐ. σεαυτοῦ. Cp. Kühner-G. I 498e) 2 Cor 10:7.—To introduce the object which is to be discussed or acted upon λέγειν ἐ. τινος speak of, about someth. (Pla., Charm., 155d, Leg. 2, 662d; Isocr. 6, 41; Aelian, VH 1, 30; Jer 35:8; EpArist 162; 170; Ath. 5:1 ἐ. τοῦ νοητοῦ … δογματίζειν) Gal 3:16. Do someth. on, in the case of (cp. 1 Esdr 1:22) σημεῖα ποιεῖν ἐ. τῶν ἀσθενούντων work miracles on the sick J 6:2.—On B 13:6 s. τίθημι 1bζ.—In ref. to someth. (Aristot., Pol. 1280a, 17; 4 Macc 12:5 τῶν ἐ. τῆς βασιλείας … πραγμάτων; Just., A I, 5, 1 ἐφʼ ἡμῶν ‘in our case’, D. 131, 4; Ath. 15, 3 ἐ. τῆς ὕλης καὶ τοῦ θεοῦ ‘as respects God and matter, so …’) ἐ. τινων δεῖ ἐγκρατεύεσθαι in certain matters one must practice self-control Hm 8:1. οὔτε … οἴδασι τὸν ἐ. τοῦ πυροῦ σπόρον nor do they comprehend (the figurative sense of) the sowing of wheat AcPlCor 2:26 (cp. 1 Cor 15:36f).
    marker of power, authority, control of or over someone or someth., over
    w. gen. (Hdt. 5, 109 al.; Mitt-Wilck. I/1, 124, 1=BGU 1120, 1 [5 B.C.] πρωτάρχῳ ἐ. τοῦ κριτηρίου; 287, 1; LXX; AscIs 2:5 τοῦ ἐ. τῶν πραγματε[ι] ῶν=Denis p. 109) βασιλεύειν ἐ. τινος (Judg 9:8, 10; 1 Km 8:7) Rv 5:10. ἔχειν βασιλείαν ἐ. τῶν βασιλέων 17:18. ἐξουσίαν ἔχειν ἐ. τινος have power over someone 20:6. διδόναι ἐξουσίαν ἐ. τινος 2:26. καθιστάναι τινὰ ἐ. τινος set someone over, put someone in charge, of someth. or someone (Pla., Rep. 5, 460b; Demosth. 18, 118; Gen 39:4f; 1 Macc 6:14; 10:37; 2 Macc 12:20 al.; EpArist 281; τεταγμένος En 20:5) Mt 24:45; Lk 12:42; Ac 6:3. εἶναι ἐ. τινος (Synes., Ep. 79 p. 224d; Tob 1:22; Jdth 14:13; 1 Macc 10:69) ὸ̔ς ἦν ἐ. πάσης τῆς γάζης αὐτῆς who was in charge of all her treasure 8:27. Of God ὁ ὢν ἐ. πάντων (Apollonius of Tyana [I A.D.] in Eus., PE 4, 13) Ro 9:5; cp. Eph 4:6. ὁ ἐ. τινος w. ὤν to be supplied (Demosth. 18, 247 al.; Diod S 13, 47, 6; Plut., Pyrrh. 385 [5, 7], Aemil. Paul. 267 [23, 6]; PTebt 5, 88 [118 B.C.] ὁ ἐ. τ. προσόδων; 1 Macc 6:28; 2 Macc 3:7; 3 Macc 6:30 al.; EpArist 110; 174) ὁ ἐ. τοῦ κοιτῶνος the chamberlain Ac 12:20.
    w dat. (X., Cyr. 1, 2, 5; 2, 4, 25 al., An. 4, 1, 13; Demosth. 19, 113; Aeschines 2, 73; Esth 8:12e; Just., A II, 5, 2 ἀγγέλοις οὓς ἐ. τούτοις ἔταξε; cp. Ath. 24, 3; Ath. 6, 4 τὸν ἐ. τῇ κινήσει τοῦ σώματος λόγον) Mt 24:47; Lk 12:44.
    w. acc. (X., Hell. 3, 4, 20 al.; Dionys. Byz. §56 θεῷ ἐ. πάντα δύναμις; LXX; PsSol 17:3, 32) βασιλεύειν ἐ. τινα rule over someone (Gen 37:8; Judg 9:15 B al.) Lk 1:33; 19:14, 27; Ro 5:14. καθιστάναι τινὰ ἐ. τινα set someone over someone (X., Cyr. 4, 5, 58) κριτὴν ἐφʼ ὑμᾶς as judge over you Lk 12:14; ἡγούμενον ἐπʼ Αἴγυπτον Ac 7:10; cp. Hb 2:7 v.l. (Ps 8:7); 3:6; 10:21. ἐξουσίαν ἔχειν ἐ. τι Rv 16:9. ἐξουσίαν διδόναι ἐ. τι (Sir 33:20) Lk 9:1; 10:19; Rv 6:8; cp. 22:14. φυλάσσειν φυλακὰς ἐ. τι Lk 2:8 (cp. En 100:5). ὑπεραίρεσθαι ἐ. τινα exalt oneself above someone 2 Th 2:4 (cp. Da 11:36); but here the mng. against is also poss. (s. 12b below). πιστὸς ἐ. τι faithful over someth. Mt 25:21, 23.
    marker of legal proceeding, before, w. acc. in the lang. of the law-courts ἐ. ἡγεμόνας καὶ βασιλεῖς ἄγεσθαι be brought before governors and kings Mt 10:18; cp. Lk 21:12 (cp. BGU 22, 36 [114 A.D.] ἀξιῶ ἀκθῆναι [=ἀχθῆναι] τ. ἐνκαλουμένους ἐ. σὲ πρὸς δέουσαν ἐπέξοδον; Just., A II, 2, 12 ἐ. Οὔρβικον). ὑπάγεις ἐπʼ ἄρχοντα you are going before the magistrate Lk 12:58; cp. Ac 16:19. ἤγαγον αὐτὸν ἐ. τὸν Πιλᾶτον Lk 23:1. ἐ. τοὺς ἀρχιερεῖς Ac 9:21. ἐ. Καίσαρα πορεύεσθαι come before the emperor 25:12. ἐ. τὰς συναγωγάς Lk 12:11. ἐ. τὸ βῆμα Ac 18:12. Cp. 3 above. Here the focus is on transfer to the judiciary.
    marker of purpose, goal, result, to, for, w. acc. (Demetr.: 722 Fgm. 2, 3 Jac. ἐ. κατοικίαν) ἐ. τὸ βάπτισμα for baptism=to have themselves baptized Mt 3:7 (cp. Just., A I, 61, 10 ἐ. τὸ λουτρόν; D. 56, 1 ἐ. τὴν … κρίσιν πεμφθεῖσι). ἐ. τὴν θεωρίαν ταύτην for (i.e. to see) this sight Lk 23:48 (sim. Hom. et al.; POxy 294, 18 [22 A.D.]; LXX; Tat. 23, 2 ἐ. τὴν θέαν). ἐ. τὸ συμφέρον to (our) advantage Hb 12:10 (cp. Tat. 6, 1; 34, 2 οὐκ ἐ. τι χρήσιμον ‘to no purpose’). ἐ. σφαγήν Ac 8:32 (Is 53:7); cp. Mt 22:5; ἐ. τ. τελειότητα Hb 6:1. ἐ. τοῦτο for this (X., An. 2, 5, 22; Jos., Ant. 12, 23) Lk 4:43. ἐφʼ ὅ; for what (reason)? Mt 26:50 v.l. (s. ὅς 1bα and 1iβ). Cp. 16.
    marker of hostile opposition, against
    w. dat. (Hom. et al.; 2 Macc 13:19; Sir 28:23 v.l.; fig. Ath. 22, 7 τοὺς ἐπʼ αὐτοῖς λόγους ‘counter-evidence’) Lk 12:52f (s. use of acc. b below); Ac 11:19. Cp. J 8:7 v.l. (1bβ above).
    w. acc. (Hdt. 1, 71; X., Hell. 3, 4, 20 al.; Jos., Ant. 13, 331; LXX; En; TestJud 3:1 al.; JosAs 19:2; Just., D. 103, 7; Tat. 36, 2) ὥρμησαν ἐ. αὐτόν Ac 7:57. ἔρχεσθαι Lk 14:31. ἐπαναστήσονται τέκνα ἐ. γονεῖς Mt 10:21; Mk 13:12; cp. ἔθνος ἐ. ἔθνος Mt 24:7; Mk 13:8. ἐφʼ ἑαυτόν divided against himself Mt 12:26; Mk 3:24f, 26; Lk 11:17f; cp. J 13:18 (s. Ps 40:10); Ac 4:27; 13:50 al.—Lk 12:53 (4 times; the first and third occurrences w. the acc. are prob. influenced by usage in Mic 7:6; the use of the dat. Lk 12:52f [s. a above] w. a verb expressing a circumstance is in accord with older Gk. [Il. et al.], which prefers the acc. with verbs of motion in ref. to hostility). Cp. 15.
    marker of number or measure, w. acc. (Hdt. et. al.; LXX; GrBar 3:6) ἐ. τρίς (CIG 1122, 9; PHolm α18) three times Ac 10:16; 11:10. So also ἐ. πολύ more than once Hm 4, 1, 8. ἐ. πολύ (also written ἐπιπολύ) in a different sense to a great extent, carefully (Hdt., Thu. et al.; Lucian, D. Deor. 6, 2; 25, 2; 3 Macc 5:17; Jos., Ant. 17, 107) B 4:1. ἐ. πλεῖον to a greater extent, further (Hdt., Thu. et al.; Diod S 11, 60, 5 al.; prob. 2 Macc 12:36; TestGad 7:2; Ar. 4, 3; Ath. 7, 1 ἐ. το πλεῖστον) 2 Ti 3:9; 1 Cl 18:3 (Ps 50:4). ἐ. τὸ χεῖρον 2 Ti 3:13. ἐφʼ ὅσον to the degree that, in so far as (Diod S 1, 93, 2; Maximus Tyr. 11, 3c ἐφʼ ὅσον δύναται; Hierocles 14 p. 451) Mt 25:40, 45; B 4:11; 17:1; Ro 11:13.
    marker indicating the one to whom, for whom, or about whom someth. is done, to, on, about
    w. dat. πράσσειν τι ἐ. τινι do someth. to someone Ac 5:35 (thus Appian, Bell. Civ. 3, 15 §51; cp. δρᾶν τι ἐ. τινι Hdt. 3, 14; Aelian, NA 11, 11); about γεγραμμένα ἐπʼ αὐτῷ J 12:16 (cp. Hdt. 1, 66). προφητεύειν ἐ. τινι Rv 10:11. μαρτυρεῖν bear witness about Hb 11:4; Rv 22:16. ἐ. σοὶ … φανερώσει κύριος τὸ λύτρον the Lord will reveal the salvation to you GJs 7:2.
    w. acc.
    α. ὁ ἄνθρωπος ἐφʼ ὸ̔ν γεγόνει τὸ σημεῖον the man on whom the miracle had been performed Ac 4:22 (cp. Just., D. 128, 1 κρίσεως γεγενημένης ἐ. Σόδομα). ἐφʼ ὸ̔ν λέγεται ταῦτα the one about whom this was said Hb 7:13 (cp. ἐ. πόρρω οὖσαν [γενεὰν] ἐγὼ λαλῶ En 1:2). γέγραπται ἐπʼ αὐτόν Mk 9:12f; cp. Ro 4:9; 1 Ti 1:18; βάλλειν κλῆρον ἐ. τι for someth. Mk 15:24; J 19:24 (Ps 21:19). ἀνέβη ὁ κλῆρος ἐ. Συμεών the lot came up in favor of Simeon GJs 24:4.
    β. of powers, conditions, etc., which come upon someone or under whose influence someone is: on, upon, to, over ἐγένετο ῥῆμα θεοῦ ἐ. Ἰωάννην the word of God came to John Lk 3:2 (cp. Jer 1:1). Of divine blessings (cp. En 1:8; ParJer 5:28) Mt 10:13; 12:28; Lk 10:6; 11:20; cp. 10:9; Ac 10:10. ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπʼ ἐμὲ ἡ δύναμις τ. Χριστοῦ that the power of Christ may rest upon me 2 Cor 12:9. χάρις θεοῦ ἦν ἐπʼ αὐτό Lk 2:40. Various verbs are used in ref. to the Holy Spirit, either in pass. or act. role, in connection w. ἐ. τινα: ἐκχεῖν Ac 2:17f (Jo 3:1f); cp. 10:45; Tit 3:6. ἀποστέλλειν (ἐξαποστέλλειν v.l.) Lk 24:49. ἐπέρχεσθαι 1:35; Ac 1:8 (Just., D. 87, 3; cp. ἔρχεσθαι A I, 33, 6; D. 49, 7 ἀπὸ τοῦ Ἠλίου ἐ. τὸν Ἰωάννην ἐλθεῖν). ἐπιπίπτειν 10:44. καταβαίνειν Lk 3:22; J 1:33. τίθεσθαι Mt 12:18 (cp. Is 42:1). Also εἶναι Lk 2:25. μένειν J 1:32f. ἀναπαύεσθαι 1 Pt 4:14. Of unpleasant or startling experiences Lk 1:12, 65; 4:36; Ac 13:11; 19:17; Rv 11:11.—Lk 19:43; 21:35, cp. vs. 34; J 18:4; Eph 5:6; cp. Rv 3:3.—Ro 2:2, 9; 15:3 (Ps 68:10). Of the blood of the righteous, that comes over or upon the murderers Mt 23:35; 27:25; Ac 5:28. Of care, which one casts on someone else 1 Pt 5:7 (Ps 54:23).
    marker of feelings directed toward someone, in, on, for, toward, w. acc., after words that express belief, trust, hope: πιστεύειν ἐ. τινα, w. acc. (Wsd 12:2; Just., D. 16:4 al.) Ac 9:42; 11:17; 16:31; 22:19; Ro 4:24. πίστις Hb 6:1. πεποιθέναι (Is 58:14) Mt 27:43; 2 Th 3:4; 2 Cor 2:3. ἐλπίζειν (1 Ch 5:20; 2 Ch 13:18 al.; PsSol 9:10; 17:3; Just., D. 16:4 al.) 1 Pt 1:13; 1 Ti 5:5. After words that characterize an emotion or its expression: for κόπτεσθαι (Zech 12:10) Rv 1:7; 18:9. κλαίειν Lk 23:28; Rv 18:9 (cp. JosAs 15:9 χαρήσεται ἐ. σέ). σπλαγχνίζεσθαι Mt 15:32; Mk 8:2; 9:22; Hm 4, 3, 5; Hs 9, 24, 2. χρηστός toward Lk 6:35. χρηστότης Ro 11:22; Eph 2:7; cp. Ro 9:23. Esp. also if the feelings or their expressions are of a hostile nature: toward, against (cp. λοιδορεῖν Just., D. 137, 2) ἀποτομία Ro 11:22. μαρτύριον Lk 9:5. μάρτυς ἐ. τ. ἐμὴν ψυχήν a witness against my soul (cp. Dssm., LO 258; 355 [LAE 304; 417]) 2 Cor 1:23. ἀσχημονεῖν 1 Cor 7:36. μοιχᾶσθαι Mk 10:11. τολμᾶν 2 Cor 10:2 (En 7:4). βρύχειν τ. ὀδόντας Ac 7:54. Cp. 12.
    marker of object or purpose, with dat. in ref. to someth. (Hom., Thu. et al.; SIG 888, 5 ἐ. τῇ τῶν ἀνθρ. σωτηρίᾳ; PTebt 44, 6 [114 B.C.] ὄντος μου ἐ. θεραπείᾳ ἐν τῷ Ἰσιείω; LXX; TestJob 3:5 ὁ ἐ. τῇ σωτηρίᾳ τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐλθών; Jos., Ant. 5, 101; Just., A I, 29, 1 ἐ. παίδων ἀναστροφῇ; D. 91, 4 ἐ. σωτηρίᾳ τῶν πιστευόντων) καλείν τινα ἐ. τινι call someone for someth. Gal 5:13 (on ἐπʼ ἐλευθερίᾳ cp. Demosth. 23, 124; [59], 32); ἐ. ἀκαθαρσίᾳ for impurity, i.e. so that we should be impure 1 Th 4:7. κτισθέντες ἐ. ἔργοις ἀγαθοῖς for good deeds Eph 2:10. λογομαχεῖν ἐ. καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων for the ruin of those who hear 2 Ti 2:14 (cp. Eur., Hipp. 511; X., Mem. 2, 3, 19 ἐ. βλάβη; Hdt. 1, 68 ἐ. κακῷ ἀνθρώπου; Polyb. 27, 7, 13 and PGM 4, 2440 ἐπʼ ἀγαθῷ=‘for good’). Cp. 11.
    marker in idiom of authorization, w. dat.: the formula ἐ. τῷ ὀνοματί τινος, in the name of someone, used w. many verbs (Just., D. 39, 6 w. γίνεσθαι, otherw. ἐ. ὀνόματος, e.g. A I, 61, 13; w. διὰ τοῦ ὀ. and in oaths κατὰ τοῦ ὀ. A II, 6, 6, D. 30, 3; 85, 2.—Ath. 23, 1 ἐ. ὀνόματι εἰδώλων.—ἐν τῷ ὀνόματι LXX; JosAs 9:1), focuses on the authorizing function of the one named in the gen. (cp. WHeitmüller [‘Im Namen Jesu’ 1903, 13ff], ‘in connection with, or by the use of, i.e. naming, or calling out, or calling upon the name’ [88]): βαπτίζειν Ac 2:38. δέχεσθαί τινα Mt 18:5; Mk 9:37; Lk 9:48. διδάσκειν Ac 4:18; 5:28. δύναμιν ποιεῖν Mk 9:39. ἐκβάλλειν δαιμόνια Lk 9:49 v.l. ἔρχεσθαι Mt 24:5; Mk 13:6; Lk 21:8. κηρύσσειν 24:47. λαλεῖν Ac 4:17; 5:40. Semantically divergent from the preceding, but formulaically analogous, is καλεῖν τινα ἐ. τῷ ὀν. τινος name someone after someone (2 Esdr 17:63) Lk 1:59.—ὄνομα 1dγג.—M-M.
    marker of temporal associations, in the time of, at, on, for
    w. gen., time within which an event or condition takes place (Hom.+) in the time of, under (kings or other rulers): in the time of Elisha Lk 4:27 (cp. Just., D. 46, 6 ἐ. Ἠλίου). ἐ. τῆς μετοικεσίας at the time of the exile Mt 1:11. Under=during the rule or administration of (Hes., Op. 111; Hdt. 6, 98 al.; OGI 90, 15; PAmh 43, 2 [173 B.C.]; UPZ 162 V, 5 [117 B.C.]; 1 Esdr 2:12; 1 Macc 13:42; 2 Macc 15:22; Jos., Ant. 12, 156 ἐ. ἀρχιερέως Ὀ.) ἐ. Ἀβιαθὰρ ἀρχιερέως under, in the time of, Abiathar the high priest Mk 2:26. ἐ. ἀρχιερέως Ἅννα καὶ Καιάφα Lk 3:2. ἐ. Κλαυδίου Ac 11:28 (Just., A I, 26, 2). ἐ. τῶν πατέρων in the time of the fathers 1 Cl 23:3. ἐπʼ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν in the last days (Gen 49:1; Num 24:14; Mi 4:1; Jer 37:24; Da 10:14) 2 Pt 3:3; Hs 9, 12, 3; cp. Hb 1:2. ἐπʼ ἐσχάτου τοῦ χρόνου in the last time Jd 18. ἐπʼ ἐσχάτου τῶν χρόνων at the end of the times/ages 1 Pt 1:20. ἐ. τῶν προσευχῶν μου when I pray, in my prayers (cp. PTebt 58, 31 [111 B.C.] ἐ. τ. διαλόγου, ‘in the discussion’; 4 Macc 15:19 ἐ. τ. βασάνων ‘during the tortures’; Sir 37:29; 3 Macc 5:40; Demetr.: 722, Fgm. 1, 14 Jac. ἐ. τοῦ ἀρίστου; Synes., Ep. 121 p. 258c ἐ. τῶν κοινῶν ἱερῶν) Ro 1:10; Eph 1:16; 1 Th 1:2; Phlm 4.
    w. dat., time at or during which (Hom. et al.; PTebt 5, 66 [118 B.C.]; PAmh 157; LXX; Just., A I, 13, 3 ἐ. χρόνοις Τίερίου) at, in, at the time of, during: ἐ. τοῖς νῦν χρόνοις in these present times 2 Cl 19:4. ἐ. τῇ πρώτῃ διαθήκῃ at the time of the first covenant Hb 9:15. ἐ. συντελείᾳ τ. αἰώνων at the close of the age 9:26 (Tat. 13, 1 ἐ. ς. τοῦ κόσμου; cp. Sir 22:10 and PLond III, 954, 18 p. 154 [260 A.D.] ἐ. τέλει τ. χρόνου; POxy 275, 20 [66 A.D.] ἐ. συνκλεισμῷ τ. χρόνου; En 27:3 ἐπʼ ἐσχάτοις αἰώσιν). ἐ. τῇ θυσίᾳ at the time of, together with, the sacrifice Phil 2:17. ἐ. πάσῃ τῇ μνείᾳ ὑμῶν at every remembrance of you Phil 1:3. ἐ. παροργισμῷ ὑμῶν during your wrath, i.e. while you are angry Eph 4:26. ἐ. πάσῃ τῇ ἀνάγκῃ in all (our) distress 1 Th 3:7b. ἐ. πάσῃ τῇ θλίψει 2 Cor 1:4. ἐ. τούτῳ in the meanwhile J 4:27 (Lucian, Dial. Deor. 17, 2, cp. Philops. 14 p. 41; Syntipas p. 76, 2 ἐφʼ ἡμέραις ἑπτα; 74, 6).
    w. acc.
    α. answering the question ‘when?’ on: ἐ. τὴν αὔριον (Sb 6011, 14 [I B.C.]; PRyl 441 ἐ. τὴν ἐπαύριον) (on) the next day Lk 10:35; Ac 4:5. ἐ. τὴν ὥραν τ. προσευχῆς at the hour of prayer 3:1 (Polyaenus 8, 17 ἐ. ὥραν ὡρισμένην).
    β. answering the qu. ‘how long?’ for, over a period of (Hom. et al.; Mitt-Wilck. II/2, 170, 8=BGU 1058, 9 [13 B.C.]; POxy 275, 9; 15 ἐ. τὸν ὅλον χρόνον; PTebt 381, 19 ἐφʼ ὸ̔ν χρόνον περίεστιν ἡ μήτηρ; LXX; En 106:15; TestJob 30:2 ἐ. ὥρας τρεῖς; TestJud 3:4; TestGad 5:11; Jos., Ant. 11, 2; Just., D. 142, 1 ἐ. ποσόν ‘for awhile’) ἐ. ἔτη τρία for three years (Phlegon: 257 Fgm. 36, 2, 1 Jac.) Lk 4:25. ἐ. τρεῖς ἡμέρας for three days (Diod S 13, 19, 2; Arrian, Anab. 4, 9, 4; GDI 4706, 119 [Thera] ἐπʼ ἀμέρας τρεῖς) GPt 8:30 al. ἐ. ἡμέρας πλείους over a period of many days (Jos., Ant. 4, 277) Ac 13:31.—16:18 (ἐ. πολλὰς ἡμέρας as Appian, Liby. 29 §124; cp. Diod S 3, 16, 4); 17:2; 19:8, 10, 34; 27:20; Hb 11:30. ἐ. χρόνον for a while (cp. Il. 2, 299; Hdt. 9, 22, 1; Apollon. Rhod. 4, 1257; Jos., Vi. 2) Lk 18:4. ἐ. πλείονα χρόνον (Diod S 3, 16, 6; Hero Alex. I p. 344, 17) Ac 18:20. ἐφʼ ὅσον χρόνον as long as Ro 7:1; 1 Cor 7:39; Gal 4:1. Also ἐφʼ ὅσον as long as Mt 9:15; 2 Pt 1:13 (for other mngs. of ἐφʼ ὅσον s. above under 13). ἐφʼ ἱκανόν (sc. χρόνον) for a considerable time (EpArist 109) Ac 20:11. ἐ. χρόνον ἱκανόν Qua. ἐ. πολύ for a long time, throughout a long period of time (Thu. 1, 7; 1, 18, 1; 2, 16, 1 al.; Appian, Liby. 5 §21; Arrian, Cyneg. 23, 1; Lucian, Toxar. 20; Wsd 18:20; Sir 49:13; JosAs 19:3; Jos., Vi. 66: Just., A I, 65, 3) Ac 28:6. ἐ. πλεῖον the same (schol. on Pind., N. 7, 56b; PLille 3, 16 [III B.C.]; Jdth 13:1; Sir prol. l. 7; Jos., Ant. 18, 150) Ac 20:9; any longer (Lucian, D. Deor. 5, 3; Appian, Hann. 54 §227; 3 Macc 5:8; Wsd 8:12; Ath. 12, 3) Ac 24:4; 1 Cl 55:1.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπί

  • 8 βάλλω

    βάλλω, werfen, treffen, (1) mit Geschossen werfen, mit Lanzen, Pfeilen, Steinen usw.; wirklich werfen, d. h. so, daß man die Waffe aus der Hand fahren läßt; Gegensatz οὐτάζειν, τύπτειν, νύσσειν, πλήττειν, stoßen, hauen, stechen, schlagen, wobei man die Waffe in der Hand behält. Wenn mehrere zusammen erwähnt werden, von denen einer durch einen Wurf, ein anderer durch Stoß, Hieb, Stich oder Schlag verwundet ist, so gebraucht Homer συλληπτικῶς von allen zusammen das Wort βάλλειν. Besondere Arten des Gebrauchs: – (a) absolut βάλλ' οὕτως. (b) Angabe der Waffe, ἐγχείῃσιν; übertr., κακοῖς, so. λόγοις, mit Schmähreden. (c) Angabe des Zieles; allemal = treffen, nicht = zielen, zu treffen suchen. (2) Ähnlich dem Deutschen in vielen anderen Verbindungen, wo nicht von Geschossen die Rede ist. ἐν κονίῃσι βάλλειν, zu Boden strecken; οἶκον β. zerstören; ἐς γόνυ τὴν πόλιν, herunter, in Sklaverei bringen; ἐν πυρὶ βάλλειν, ins Feuer werfen. (3) In vielfachen Übertragungen, wo teils ein stärkeres od. schwächeres Berühren und Treffen, teils ein Hinwerfen bezeichnet wird, (a) von Eindrücken, welche die Sinne treffen, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει, Tmesis, der Schall umtönt mein Ohr; φϑόγγος βάλλει με, trifft mich; sc. ὕμνῳ, wen wollen wir preisen? (b) von der Sonne: Strahlen werfen. (c) Übertr. auf geistige Eindrücke: Befleckung durch Schuld od. Verbrechen. (d) besprengen, bespritzen. (e) anlegen, anfügen; von Kleidern; χεῖρας ἀμφί τινι, ihn umarmen; ἐν πύλαισιν ἀκοάν, das Ohr an die Tür legen. (f) Übertr., βάλλειν τι ἐν ϑυμῷ, eingeben; σὺ τοὺς ἐμοὺς λόγους ϑυμῷ βάλε, nimm du meine Worte zu Herzen; ἐνὶ ϑυμῷ βάλλευ, überlege, beherzige; σὺ δ' ἐνὶ φρεσἰ βάλλεο σῇσιν, sich etwas zu Herzen nehmen; ὡς ἐνὶ ϑυμῷ βάλλεαι, wie du denkst; νόστον μετὰ φρεσὶ βάλλεαι, du sinnst auf Heimkehr; ἐπὶ ἑαυτῷ βάλλεσϑαι, bei sich überlegen. (g) wie ῥίπτειν, fallen lassen, hinwerfen, von Würfeln; εὐνάς, Anker; ἄγκιστρδίκτυdas Netz auswerfen; ῥόον εἰς ἅλα, ins Meer ergießen; absol., βάλλει εἰς ἅλα. ergießt sich, fällt ins Meer; βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν, die Träne fallen lassen, vergießen; ὀδόντας, schichten; ὁ παῖς βέβληται, ist aufs Krankenlager geworfen, liegt krank; ὄμματα ἑτέρωσε βάλλειν, nach der andern Seite hin werfen; ὅϑεν τ' ἀπὸ νῆας ἐίσας ἐς πόντον βάλλουσιν, Schiffe ins Meer laufen lassen; πρὸς πέτρας, an Felsen werfen; ἵππους πρόσϑεβ., vortreiben; κάτωϑε τὰ μοσχία, herabtreiben. (h) εἰς φόβον βάλλειν τινά, in Furcht setzen; ἐν αἰτίᾳ, die Schuld beimessen; ἦ φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, Freundschaft zwischen beiden Teilen stiften. (4) Intrans., außer dem unter (g) bemerkten Falle; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, sich ums Ziel herumwerfend, rennend; in der Sprache des gewöhnlichen Lebens, βάλ' ἐς κόρακας, geh zum Henker; wie man bei uns etwa einem die ewige Seligkeit wünscht. (5) (a) νῦν δ' ἑτέρως ἐβάλοντο ϑεοί, beschlossen es anders; φόνον βάλλεσϑαι, Mord bereiten. (b) sich umwerfen; τόξα ἀμφ' ὤμοισιν β., tmesis; χρόα βάλλεσϑαι λουτροῖς, sich besprengen. (c) κρηπῖδα βάλλεσϑαι, den Grund legen. (d) ἐς γαστέρα, empfangen, sich schwängern lassen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > βάλλω

  • 9 μετα-βάλλω

    μετα-βάλλω (s. βάλλω), 1) umwerfen, schnell umdrehen; μετὰ νῶτα βαλών, als Tmesis, vom Fliehenden, der den Rücken schnell umgewandt hat, Il. 8, 94; übh. umwenden, ändern, χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι, Eur. Med. 121; φαεννὰς ἄστρων μεταβάλλει ὁδοὺς Ζεύς, El. 728 u. öfter; auch μορφὴν ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν, Bacch. 54; u. μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους, andere Sitten angenommen habend, I. A. 348; vgl. Ar. Plut. 36, τοὺς τρόπους μεταβ., die Sitten ändern, u. μεταβάλλεσϑαι τοὺς τρόπους, seine Sitten, sich in den Sitten ändern, Vesp. 1461; so auch im med. Soph., τίς οὖν ἂν ἀξίαν μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων, El. 1253, das Stillschweigen mit der Rede vertauschen; τὸ οὔνομα, den Namen ändern, Her. 1, 57, öfter; auch οἱ Βρίγες τὸ οὔνομα μετέβαλον εἰς Φρύγας, 7, 73, u, τὰς φυλὰς μετέβαλε ἐς ἄλλα ὀνόματα, d. i. er veränderte ihre Namen, 5, 68; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιον, steh zum Bessern umwandeln, Plat. Rep. II, 381 b; neben ἀλλοιόω, ibd.; τοὺς νόμους u. ä. oft; auch μεταβάλλει παντοίας μεταβολάς, Legg. X, 903 d, öfter; auch so, daß nur der neue Zustand, in den Etwas umgeändert wird, ausgedrückt ist, εἶδος καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν, durch Umänderung eine neue Art herstellen, Rep. IV, 424 c, vgl. VII, 535 d; ἡ πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου μεταβάλλουσα τύραννον, Plut. Timol. 1. – Med. sich verändern, ἱμ άτια, seine Kleider wechseln, Xen. Mem. 1, 6, 6; μεταβαλλόμενος λέγεις, mit veränderter Ansicht sagst du, Plat. Gorg. 481 e; auch vom Waarenumtausch, Soph. 223 d Legg. VIII, 849 d; vgl. μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. Mem. 3, 7, 6. – Aber bei Xen. im Ggstz von προβάλλεσϑαι ὅπλα, den Schild auf den Rücken werfen, wie man auf der Flucht thut, An. 6, 3, 16; auch τὸ δόρυ εἰς τοὔπισϑεν μεταβαλλόμενον διώκειν, de re equ. 8, 10. – 2) häufig intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich umwenden, verändern, umschlagen, μετέβαλον εἰς εὐνομίην, Her. 1, 65, μεταβαλὼν πρὸς Ἀϑηναίους, 8, 109; ὅταν ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσϑαι μεταβάλλῃ, Plat. Parm. 156 c; ἀναγκάσει μεταβάλλειν αὖ ϑἄτερον ἐπὶ τοὐναντίον τῆς αὑτοῦ φύσεως, Soph. 255 a; μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, Rep. VIII, 553 a, öfter; dah. das partic. oft durch »umgekehrt«, »dagegen« übersetzt werden kann, ὃς ἄν τινι ἡμῶν ᾡ φαίνεται καὶ ἔστι κακὰ μεταβάλλων ποιήσῃ ἀγαϑὰ φαίνεσϑαι καὶ εἶναι, Theaet. 166 d, vgl. Conv. 204 e; ἐκ τούτου μεταβαλὼν εἶπε, Xen. Hell. 4,. 3, 13. So übertr. od. absol. auch Isocr. 4, 125, τοσοῦτον μεταβεβλήκασι; Folgde; μεταβάλλει καὶ μεϑίσταται τὰ κατὰ τὰς πολιτείας, Pol. 6, 9, 10; ἅμα τῷ τὴν ὥραν μεταβάλλειν, 3, 78, 6; a. Sp. – Auch sc. χώραν, wegziehen, von den Zugvögeln, μεταβάλλουσι γὰρ ἐκ τῶν Σκυϑικῶν εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου, Arist. H. A. 8, 12 u. A.; von den Ueberläufern, oft Plut.; μεταβάλλειν τὴν τροφήν, die Speise verändern, d. i. verdauen, sp. Medic.; vgl. Plut. de cap. ex host. util. i. A. p. 271.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > μετα-βάλλω

  • 10 δια-βάλλω

    δια-βάλλω (s. βάλλω; opt. perf. pass. διαβεβλῇσϑε Andoc. 2, 24; fut. διαβεβλήσεται Dem. 16, 2), 1) hindurch-, hinüberwerfen, führen, νέας, Her. 5, 34; ohne Zusatz, übersetzen, überfahren, ἐς τὴν Νάξον 5, 33. 44; Thuc. 2, 83; Eur. Suppl. 955; auch mit dem accus., γεφύρας, Eur. Rhes. 117; τὸ πέλαγος, über das Meer, Demetr. com. bei Ath. III, 109 a; τὸν Ἰόνιον Thuc. 6, 30; Plut. Ant. 62; – τὶ διά τινος, durchstecken, Arr. An. 2, 3; δάκτυλον τῆς ϑύρας, D. L. 1, 118. – 2) häufiger, mit Worten durchziehen, verläumden, beschuldigen, verhaßt machen, τινὰ πρός τινα, bei Jem., Her. 5, 96; Isocr. 4, 129; τῇ πόλει Plat. Rep. VIII, 566 b; εἰς τοὺς ἄλλους διαβέβληνται VII, 539 c. Häuftg seq. ὡς, διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς δι' ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νῆες Her. 8, 90; Thuc. 5, 103; τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα Plat. Ep. VII, 334 a; ἰατρὸν ὡς φαρμακέα Luc. calumn. 13; pass., διαβεβλῆσϑαι ἐπί τινι, Herodn. 2, 6, 10; εἰς κιναιδίαν Luc. Demon. 50. – Absol. διαβεβλημένος, im Ggstz von ὑπερευδοκιμῶν, Lys. 8, 7; διαβεβλῆσϑαί τινι, πρός τινα, gegen Jemanden aufgebracht sein, ihn hassen, Thuc. 8, 83; Plat. Phaed. 67 e; vgl. Phaedr. 255 a u. Sp., wie Plut. Coriol. 13. – Allgemeiner, mit Worten täuschen, beschwatzen, Her. 3, 1. 101. 5, 50; Ar. Th. 1104; u. ebenso med., Her. 9, 116; Ar. Av. 1648, wo der Schol. τὸν γέροντα διαβαλοῦμαι aus Pherecr. anführt. – Bei Plut. Thes. 34, ἔπος, für unächt erklären. – 3) aus einander werfen, entzweien, ἐμὲ καὶ Θρασύμαχον Plat. Rep. VI, 498 a; Conv. 222 c. – 4) hinwerfen, Ar. Pax 626. – 5) διαβάλλεσϑαι τοῖς κύβοις πρός τινα, mit Einem um die Werte würfeln, Plut. conv. sept. sap. 3.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δια-βάλλω

  • 11 προςεπιβάλλω

    προς-επι-βάλλω, noch dazu daraufwerfen, legen; τῆς γῆς, von der Erde; hinzufügen; noch dazu auferlegen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > προςεπιβάλλω

  • 12 ἐπιπροςβάλλω

    ἐπι-προς-βάλλω, intrans., dahin anlanden

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐπιπροςβάλλω

  • 13 καί

    καί particle,
    1 and, also, even A copulative.
    1 joining finite verbs,
    a with change of subject.

    ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28

    , O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53
    b with no change of subject.

    διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51

    , O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.
    c in subord. cl.,

    ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42

    πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59

    κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57

    ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100

    θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    P. 9.46—9.

    ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25

    , N. 3.34

    ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15

    Pae. 6.50 irregularly coordinated;

    φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97

    εὐθύ-

    γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

    —8.

    νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52

    d introducing question.

    ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99

    καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98
    2 joining grammatically similar words.
    a two nouns.

    Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27

    ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74

    κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27

    χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1

    Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9

    Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59

    παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44

    τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10

    ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14

    κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82

    σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3

    Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15

    βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80

    ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18

    κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7

    Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53

    ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54

    παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115

    Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1

    κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28

    ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46

    ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

    κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

    ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    Νέστορα καὶ

    Λύκιον Σαρπηδόν P. 3.112

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68

    Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέP. 4.89 πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103 λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶP. 4.108

    Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190

    ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206

    ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225

    Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280

    πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58

    λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασινP. 9.30 τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45 ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47 ὥραισι καὶ ΓαίᾳP. 9.60 νέκταρ καὶ ἀμβροσίανP. 9.63 Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ ΝόμιονP. 9.64—5.

    οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84

    νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42

    χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

    οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69

    δῶρα καὶ κράτος N. 4.68

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7

    υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30

    αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73

    χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8

    Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16

    ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39

    Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7

    πάλᾳ καὶ

    μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21

    ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25

    πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51

    Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20

    χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60

    δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62

    νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40

    Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42

    ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93

    ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66

    Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
    b two adjs.

    ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    [ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]

    κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38

    πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22

    γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27

    esp., two numerals,

    πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46

    ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10

    τεσσαράκοντα καὶ

    ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113

    τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.
    c two participles.

    ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24

    ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52

    δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    cf. O. 6.20
    d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμενP. 4.166 χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.

    ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18

    κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55

    e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲP. 4.141

    ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    f two adverbs.

    πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23

    3 in enumeration.
    a A καὶ B καὶ C ( καί...)

    λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69

    πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

    γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25

    —7.

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47

    —8.

    ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64

    ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.
    b A καὶ B C τε ( καί...)

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12

    τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.
    4 καί καί, bothand

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23

    καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    5 with intensifying force.

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.165
    6 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.
    1

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34

    πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10

    τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78

    ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14

    Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93

    Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65

    τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ ΣαλμωνεῖP. 4.142

    ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3

    ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6

    λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22

    ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32

    λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57

    Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18

    Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46

    εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9

    ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48

    σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62

    χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

    τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.

    δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10

    ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.

    γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51

    Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2

    σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)

    Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17

    τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, bothand, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104

    ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17

    ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42

    once joining finite verbs,

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

    —20. irregularly coordinated,

    ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33

    —6.

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24

    —5.

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    [ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.45
    2 in enumeration.
    a A τε καὶ B C

    τε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8

    μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάνταςP. 4.148

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    —2.

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4

    ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60

    —1.

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.
    b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c μέν τε καί, v.

    μέν τε O. 4.14

    C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.
    1 καί means even.

    καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    [ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

    τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

    δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.

    ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36

    κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizes

    κάματον N. 8.50

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42

    τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.25
    2 where καί means also.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94

    ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17

    ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65

    κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.
    3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.
    a emphasizing subs., adj.

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2

    φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47

    ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44

    ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21

    other exx. under c. α. infra.
    b preceding demonstrative.

    εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καὶ

    τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

    I relative.

    Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    οἵτε καὶ P. 3.89

    ἔνθα καὶ P. 4.253

    ὃ καὶ P. 5.63

    [ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1

    ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34

    τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36

    οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49

    ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    II demonstrative.

    τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17

    τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56

    τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. I. 8.26
    d with temporal adv.

    τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

    μετὰ καὶ νῦν P. 4.64

    cf. I. 8.61

    καὶ νῦν N. 5.43

    [ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦν
    e emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    f with dependent infinitive phrase.

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53

    πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38
    4 in comparisons.
    a

    ὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91

    b

    οὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42

    c

    οἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3

    , cf. P. 10.67 D in combination with other particles.
    a where καί means even

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15

    θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.
    b where καί means also

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14

    δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53

    ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.

    πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.

    108.

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28

    ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18

    μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35

    τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1
    c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated from

    καί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:

    ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)

    ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    2 irregular position of καί. dub. exx.
    a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]
    b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.

    κἀσόφοις O. 3.45

    κἀγοραὶ O. 12.5

    χὠπόταν χὤταν P. 2.87

    —8.

    κοὔ P. 4.151

    τε κἀγαθῷ P. 8.100

    κἀνθρώποις P. 9.40

    χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46

    —8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.

    καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8

    ]καί ποτε[ Pae. 6.73

    ]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]

    καὶ χ[ Pae. 10.2

    ]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10

    καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]

    τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9

    ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4.

    Lexicon to Pindar > καί

  • 14 πίπτω

    πίπτω (Hom.+) impf. ἔπιπτον; fut. πεσοῦμαι (B-D-F §77; Rob. 356); 2 aor. ἔπεσον and ἔπεσα (B-D-F §81, 3; W-S. §13, 13; Mlt-H. 208; W-H., app. p. 164; Tdf., Prol. p. 123); pf. 2 sg. πέπτωκας Rv 2:5 (πέπτωκες v.l.; B-D-F §83, 2; W-S. §13, 16; Mlt-H 221), 3 pl. πέπτωκαν Rv 18:3 v.l. (W-S. §13, 15; Mlt-H. 221)
    to move w. relative rapidity in a downward direction, fall, the passive of the idea conveyed in βάλλω.
    fall (down) from a higher point, w. the ‘point from which’ designated by ἀπό (Hom. et al.) ἀπὸ τῆς τραπέζης from the table Mt 15:27; Lk 16:21. ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ Mt 24:29. ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Ac 27:34 v.l. (of the falling out of hair, as Synes., Calvit. 1, p. 63b). The direction or destination of the fall is expressed by an adv. ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω down from the third story Ac 20:9. ἀπὸ τοῦ κεράμου χαμαί from the roof to the ground Hm 11:20. ἔκ τινος from someth.: ἐκ τοῦ οὐρανοῦ (Sallust. 4 p. 8, 19; Job 1:16; 3 Km 18:38.—SibOr 5, 72 ἐξ ἄστρων) Mk 13:25; of lightning (Ps.-Plut., Vi. Hom. 111 εἰ ἐκπίπτοι ἡ ἀστράπη; Ps.-Clem., Hom. 9, 5; 6) Lk 10:18 (Lycophron, vs. 363 of the image of Athena ἐξ οὐρανοῦ πεσοῦσα. Cp. σατάν; be thrown is also possible here); Rv 8:10a; the destination is added ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὴν γῆν 9:1 (Ps.-Callisth. 2, 10, 10 ἐξ οὐρανοῦ εἰς τὸ ἔδαφος πεπτωκότες). W. only the destination given ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν among the thorns Lk 8:7. ἐπί τι on someth. Rv 8:10b. ἐπὶ τὴν γῆν (Aeschyl., Ag. 1019; Am 3:5; JosAs 16:16) Mt 10:29 (with the patristic v.l. εἰς παγίδα cp. Am 3:5 and Aesop, Fab. 193 P.=340 H./284 Ch./207 H-H. of a bird: ἐμπίπτειν εἰς τοὺς βρόχους); 13:8; Hm 11:21 (here the ‘place from which’ is designated by an adv.: ἄνωθεν).—ἐπὶ τὰ πετρώδη Mt 13:5; cp. Mk 4:5 (ἐπί 4bγ). ἐπὶ τὰς ἀκάνθας Mt 13:7 (ἐπί 4bδ). A pers. falls down ἐπὶ τὸν λίθον on the stone Mt 21:44a; Lk 20:18a. Conversely the stone falls on a pers. Mt 21:44b; Lk 20:18b. Likew. ἐπί τινα 23:30; Rv 6:16 (cp. on both Hos 10:8).—In imagery ὁ ἥλιος π. ἐπί τινα the (heat of the) sun falls upon someone Rv 7:16 (Maximus Tyr. 4, 1a ἡλίου φῶς πίπτον εἰς γῆν; Alex. Aphr., An. Mant. p. 146, 9 Br. τὸ φῶς ἐπὶ πάντα πίπτει). ὁ κλῆρος π. ἐπί τινα (κλῆρος 1) Ac 1:26. come (upon) ἐπί τινα someone ἀχλὺς καὶ σκότος Ac 13:11. Rv 11:11 v.l. (φόβος 2a).—εἴς τι (Hes., Op. 620) εἰς τὴν γῆν (Phlegon: 257 Fgm. 36, 1, 5 Jac. πίπτειν εἰς τὴν γῆν) Mk 4:8; Lk 8:8; J 12:24; Rv 6:13; 1 Cl 24:5. εἰς τὴν ὁδόν Hv 3, 7, 1. εἰς βόθυνον Mt 15:14; cp. Lk 14:5. εἰς τὰς ἀκάνθας Mk 4:7; Lk 8:14. εἰς τὸ πῦρ Hv 3, 7, 2. παρά τι on someth. παρὰ τὴν ὁδόν (Iambl. Erot. p. 222, 22) Mt 13:4; Mk 4:4; Lk 8:5. ἐγγύς τινος near someth. ἐγγὺς (τῶν) ὑδάτων Hv 3, 2, 9; 3, 7, 3.
    of someth. that, until recently, has been standing (upright) fall (down), fall to pieces
    α. of persons
    א. fall to the ground, fall down (violently) εἰς τὸ πῦρ καὶ εἰς τὸ ὕδωρ Mt 17:15 (but HZimmern, Die Keilinschriften u. d. AT3 1903, 366; 363f, and JWeiss ad loc. take the falling into fire and water to mean fever and chills). ἐπὶ τῆς γῆς (SibOr 4, 110; 5, 100) Mk 9:20 (π. under the infl. of a hostile spirit; sim. Jos., Ant. 8, 47). ἐπὶ τὴν γῆν (SibOr 4, 110 v.l.) Ac 9:4; cp. 22:7 (s. ἔδαφος). χαμαί (Job 1:20; Philo, Agr. 74) J 18:6. ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός Rv 1:17.—Abs. fall down GPt 5:18 v.l. Fall dead (Paradox. Vat. 37 Keller πίπτει; Mel., P. 26, 184 πρηνὴς δὲ ἔπιπτε σιγῶν) Ac 5:5, 10; 1 Cor 10:8 (cp. Ex 32:28); Hb 3:17 (Num 14:29). Specifically fall in battle (Ael. Aristid. 46 p. 233 D.; Appian, Hann. 56 §236; Jos., Vi. 341; 354) Lk 21:24 (cp. στόμα 4 and Sir 28:18; 4 [6] Esdr [POxy 1010, 3–11 σὺ ἐν ῥομφαίᾳ πεσῇ … πεσοῦνται ἐν μαχαίρῃ]).
    ב. fall down, throw oneself to the ground as a sign of devotion or humility, before high-ranking persons or divine beings, esp. when one approaches w. a petition (LXX; TestAbr A 18 p. 100, 29 [Stone p. 48]; JosAs 14:4; ApcSed 14:2), abs. Mt 2:11; 4:9; 18:26, 29; Rv 5:14; 19:4; 22:8 (in all these places [except Mt 18:29] π. is closely connected w. προσκυνεῖν [as Jos., Ant. 10, 213 after Da 3:5 and ApcMos 27]. Sim. in many of the places already mentioned). W. var. words added (Jos., Ant. 10, 11 πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον τ. θεὸν ἱκέτευε; Gen 17:3, 17; Num 14:5) ἐπὶ πρόσωπον (αὐτοῦ, αὐτῶν) Mt 17:6; 26:39; Lk 5:12; 17:16 (ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ); 1 Cor 14:25; ἐπὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν Rv 7:11; 11:16; ἐπὶ τῆς γῆς Mk 14:35. Further, the one to whom devotion is given can be added in var. ways: ἐνώπιόν τινος (cp. 2 Km 3:34) Rv 4:10; 5:8; 7:11. ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν τινος 19:10. εἰς τοὺς πόδας τινός (Diog. L. 2, 79) Mt 18:29 v.l.; J 11:32 v.l. ἐπὶ τοὺς πόδας Ac 10:25 (v.l. adds αὐτοῦ). παρὰ τοὺς πόδας τινός Lk 8:41; 17:16 (s. above). πρὸς τοὺς πόδας τινός Mk 5:22; J 11:32; Ac 10:25 D; Hv 3, 2, 3.
    β. of things, esp. structures fall, fall to pieces, collapse, go down (Appian, Iber. 54 §228; Jos., C. Ap. 1, 192, Ant. 16, 18) of the σκηνὴ Δαυίδ (σκηνή end) Ac 15:16 (Am 9:11). Of a house fall (in) (Diod S 11, 63, 2 τῶν οἰκιῶν πιπτουσῶν; Dio Chrys. 6, 61; 30 [47], 25; Aristeas Hist.: 725 Fgm. 1, 3 Jac. [in Eus., PE 9, 25, 3]; Job 1:19) Mt 7:25, 27; Lk 6:49 v.l. (Diod S 15, 12, 2 τῶν οἰκιῶν πιπτουσῶν because of the influx of the ποταμός). τὰ τείχη Ἰεριχὼ ἔπεσαν Hb 11:30 (cp. Josh 6:5, 20.—Appian, Bell. Civ. 1, 112 §524; Ael. Aristid. 25, 42 K.=43 p. 813 D.: τὰ τείχη π.). ἐφʼ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος upon whom the tower fell Lk 13:4 (of a πύργος X., Hell. 5, 2, 5; Arrian, Anab. 6, 7, 5; Polyaenus 6, 50; Jos., Bell. 5, 292; SibOr 11, 12.—π. ἐπί τινα Job 1:19). οἶκος ἐπὶ οἶκον πίπτει house falls upon house 11:17 (Jülicher, Gleichn. 221f). Of a city (Oenomaus in Eus., PE 5, 25, 6) Ox 1, 18f (=GTh 32); cp. Rv 11:13; 16:19.—Fig. become invalid, come to an end, fail (Pla., Euthyphr. 14d; Philostrat., Ep. 9) Lk 16:17 (cp. Josh 23:14 v.l.; Ruth 3:18); 1 Cor 13:8.
    to experience loss of status or condition, fall, be destroyed, in ext. sense of 1.
    fall, be destroyed ἔπεσεν, ἔπεσεν Βαβυλών (Β. as symbol of humans in opposition to God and God’s people; cp. Is 21:9; Jer 28:8.; Just., D. 49, 8.—Repetition of the verb for emphasis as Sappho, Fgm. 131 D.2 οὔκετι ἴξω … οὔκετι ἴξω [Campbell 114 p. 138: οὐκέτι ἤξω … οὐκέτι ἤξω]; Aristoph., Equ. 247; M. Ant. 5, 7; Ps.-Libanius, Char. Ep. p. 33, 5 ἐρῶ, ἐρῶ. This is to remove all possibility of doubt, as Theod. Prodr. 5, 66 εἶδον, εἶδον=‘I have really seen’; Theocr. 14, 24 ἔστι Λύκος, Λύκος ἐστί=it really is a wolf; in Rv w. focus on lamentation, s. reff. Schwyzer II 60) Rv 14:8; 18:2.
    fall in a transcendent or moral sense, be completely ruined (Polyb. 1, 35, 5; Diod S 13, 37, 5; Pr 11:28; Sir 1:30; 2:7; TestGad 4:3)=fall from a state of grace Ro 11:11 (fig. w. πταίω [q.v. 1]), 22; Hb 4:11 (perh. w. ref. to the final judgment). Also in a less severe sense= go astray morally τοὺς πεπτωκότας ἔγειρον 1 Cl 59:4.—In wordplay ‘stand and fall’ (cp. Pr 24:16) Ro 14:4; 1 Cor 10:12; 2 Cl 2:6. μνημόνευε πόθεν πέπτωκες remember (the heights) from which you have fallen Rv 2:5.
    ὑπὸ κρίσιν π. fall under condemnation Js 5:12 (on π. ὑπό τι cp. Diod S 4, 17, 5 π. ὑπʼ ἐξουσίαν [Just., D. 105, 4]; Herodian 1, 4, 2; 2 Km 22:39; Tat. 8, 2 ὑπὸ τὴν εἱμαρμένην; Hippol., Ref. 4, 3, 5 ὑπὸ τὴν ἐπίσκεψιν fall under scrutiny; Did., Gen. 211, 5 ὑπὸ κατάραν; Theoph. Ant. 2, 25 [p. 162, 12] ὑπὸ θάνατον).
    π. … εἰς νόσον καὶ ἔσχατον κίνδυνον in sickness and extreme peril AcPl Ha 4, 15.
    fall, perish (Philo, Aet. M. 128) πίπτοντος τοῦ Ἰσραήλ B 12:5. οἱ πέντε ἔπεσαν five have perished, disappeared, passed from the scene Rv 17:10 (cp. also π.=‘die’ Job 14:10).—B. 671. DELG. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πίπτω

  • 15 ῥίπτω

    ῥίπτ-ω, also [full] ῥιπτέω, and (in frequentat. sense) [full] ῥιπτάζω (qq. v.): —[dialect] Ion. Iterat.
    A

    ῥίπτασκον Il.15.23

    , Od.11.592,

    - εσκον Nic.Fr.26

    : [tense] fut.

    ῥίψω Il.8.13

    , etc.: [tense] aor.

    ἔρριψα 23.842

    , etc. (

    ἔριψα Arion 18

    , Mosch. 3.32,

    ἀπέριψα Pi.P.6.37

    ), [dialect] Ep.

    ῥῖψα Il.3.378

    ; also [ per.] 3sg. [tense] aor. 2

    ἔρρῐφε Opp.C.4.350

    : [tense] pf.

    ἔρριφα Lys.10.9

    :—[voice] Med., [tense] aor.

    ῥίψαντο Man.6.10

    ,

    ἀπο-ρίψασθαι Gal.16.146

    :—[voice] Pass., [tense] fut. ῥιφθήσομαι ([etym.] ἀπορ-) S.Aj. 1019;

    ῥῐφήσομαι LXX Ez.7.19

    , Plu. CG3 (v.l. in S.l.c.); 3 [tense] fut.

    ἐρρίψομαι Luc.Merc.Cond.17

    : [tense] aor.

    ἐρρίφθην A.Supp. 484

    ([etym.] ἀπο-), E.Andr.10 (v.l.), Pl.Lg. 944d; also ἐρρίφην [ῐ] E.Hec. 335, Fr. 489, Pl.Lg. 944a, Sosith.3, etc.; poet.

    ἐρίφην AP12.234

    (Strat.): [tense] pf. ἔρριμμαι Orac. ap.Hdt.1.62, E.Med. 1404 (anap.), Ar.Ec. 850, etc.; poet. redupl.

    ῥερίφθαι Pi.Fr. 318

    , cf. PMag.Par.1.194, 2039 ([etym.] ἀπο-): [tense] plpf.

    ἔρριπτο Luc.Nec.17

    . [[pron. full] by nature, Hdn.Gr.2.10; freq. written with ει in later Inscrr. (cf. ῥιπτέω, καταρρίπτω) and Papyri, as Phld.Ir.p.38 W., ([etym.] προς-) Rh.2.94 S.; the [dialect] Ep. [tense] aor. 1 is ῥῖψα, not ῥίψα: [pron. full] in [tense] fut. 2 and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—throw, cast, hurl,

    σόλον, σφαῖραν Il.23.842

    , Od.6.115;

    χερσί Pi.P.3.57

    ;

    ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Il.1.591

    , etc.;

    ἤ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον 8.13

    , cf. A.Pr. 1051 (anap.);

    ἐς τὸ δυστυχές Id.Ch. 913

    ;

    ἐς φλόγα S.Tr. 695

    ;

    ποτὶ νέφεα Od.11.592

    ; χθονὶ ῥ. ἑαυτόν throw on the ground, S.Tr. 790, cf. E.IA39 (anap.);

    ἐς ὕδωρ ψυχρόν Th.2.49

    : abs., ἐρριμμένος prostrate,

    ἐρριμμένους καὶ μεθύοντας Plb.5.48.2

    ; ἔτι τῶν νεκρῶν.. ἐρριμμένων ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς lying, Plu.Galb.28;

    κλῶνας ἔχουσα ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους Dsc.1.29

    , cf. 4.169; ἔρριπται νεκροῖς ὅμοια, of hibernating animals, Aët.16.67;

    τὰ μελίσσεια ἐν ἀγρῷ ἔριπται

    have been deposited,

    PCair.Zen.467.5

    (iii B.C.); cast a net, ἔρριπται ὁ βόλος the cast have been made, Orac. ap. Hdt.1.62; αὐτοῦ χερμάδας.. ἔρριπτον threw stones at him, E.Ba. 1097, cf. Cyc.51 (lyr.); ῥ. τινὰ πρὸς πέτραν throw him against a rock, S.Tr. 780; but κατὰ στύφλου πέτρας down from a rock, E.IT 1430, cf. A.Pr. 748; κατὰ κρημνῶν down a precipice, Th.7.44, Pl.Lg. 944a ([voice] Pass.);

    ὠλένας πρὸς οὐρανόν E.Hel. 1096

    .
    II like ῥιπτάζω, ῥ. ἑωυτήν toss oneself about, as in a fever, Hp.Mul.1.2;

    ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιὰ σαυτόν AP5.118

    (Crin.): generally, throw about,

    πλοκάμους E.IA 758

    , cf. Ba. 150 (both lyr.); winnow, Gal.6.541.
    III cast out of house or land, S.OT 719, Ph. 265, etc.;

    μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος Id.Aj. 830

    .
    IV throw off or away, of arms, E.El. 820; of clothes, Pl.R. 474a, Lys.3.12; so ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν threw him, Pi.I.7(6).44; esp. ῥ. ἀσπίδα (cf. ῥίψασπις), Lys.10.9, etc.;

    βιβλίον PUniv.Giss.20.12

    (ii A.D.).
    V ῥ. λόγους cast them forth, hurl them, A.Pr. 314, E.Alc. 680;

    τὸ προειρημένον ἀναποδείκτως ἐρρίφθαι Phld.Rh.1.57

    S.; also, throw them away, waste them, A.Ag. 1068, cf. E.Med. 1404 (anap., [voice] Pass.);

    λόγοι μάτην ῥιφέντες Id.Hec. 335

    ; so οἴχεται.. ταῦτ' ἐρριμμένα set at naught, S. Aj. 1271.
    VI ῥ. ἐπὶ πάντας τοὺς κλήρους, as in a scramble, Pl. R. 617e;

    ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς ὕπερθεν ἐμῆς AP5.24

    ([Phld.]): hence ῥ. κίνδυνον make a bold throw, run a risk, E.Fr.402.7.
    VII ῥ. ἑαυτόν throw or cast oneself down, X.Cyr.3.1.25: abs., fling oneself,

    ἐς πόντον Thgn.176

    ;

    ἐς ἅλμην E.Cyc. 166

    ;

    τάφρον ἐς κοίλην Id.Alc. 897

    (anap.);

    ῥ. ἐν πένθει κατὰ δρία Id.Hel. 1325

    (lyr.), cf. Men.312, Vett. Val.126.22; cf.

    βάλλω A. 111

    .
    VIII dub. l. in Orph.Fr. 264.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥίπτω

  • 16 βαίνω

    βαίνω (entst. aus ΒΑΝΊΩ; vom Thema βάω, Cratin. Belkk. An. 1 p. 371, 3 προβῶντες Meineke C. G. F. 2, 1 p. 88), fut. βήσομαι, dor. βασεῠμαι Theocr. 2, 8; aor. ἔβην, Hom. auch βάτην, z. B. Il. 1, 327; ὑπέρ βασαν 12, 469; conj. βείω 6, 113; καταβείομεν 10, 97; ἐπιβέωμεν Her. 7, 50; in derselben Bdtg aor. med. βήσετο Hom. Iliad. 3, 262. 312. 5, 745. 8, 389 Odyss. 3, 481, ἐβήσετο Iliad. 14, 229 Odyss. 7, 135. 13, 75. 15, 284, v. v. l. l. βήσατο, ἐβήσατο, vgl. Scholl. Didym. Iliad. 3, 262 προκρίνει μὲν τὴν διὰ τοῦ ε γραφὴν βήσετο, πλὴν οὐ μετατίϑησιν ἀλλὰ διὰ τοῦ ᾱ γράφει Ἀρίσταρχος; idem Scholl. Iliad. 14, 229 Ζηνόδοτος καὶ Ἀριστοφάνης ἐς πόντον ἐβήσετο· καὶ μήποτε ἄμεινον; – perf. βέβηκα, mit den synkop. Formen, meist bei Dichtern, βεβάασιν, βεβᾶσι, conj. ἐμβεβῶσι, inf. βεβάναι u. ep. βεβάμεν, partic. βεβαώς, βεβαυῖα, zsgz. βεβώς, βεβῶσα, auch in Prosa; perf. pass. παραβεβάσϑαι; aor. p. παρεβάϑην, s. unten. Das factitive fut. u. aor. βήσω, ἔβησα s. unten. Auf die Wurzel βάω zurückzuführen sind vielleicht die Formen βάτω Soph. Ai. 1414 im Anap., βᾶτε Aesch. Suppl. 191 im Trim., die Imperat. ἔμβα, κατάβα u. ä. – 1) Eigtl. den Fuß heben, ausschreiten, Hom. βῆ δ' ἴμεν, er hob den Fuß zu gehen, er machte sich auf und ging, auch βῆ δὲ ϑέειν, er begann zu laufen, Il. 11, 617; βῆ δ' ἐλάαν 13, 27; περὶ τρόπιος βεβαῶτα Od. 5, 130; ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε, er spreitete die Beine aus um einen Balken, 5, 371. Uebh. schreiten, gehen, wandeln; nähere Bestimmungen werden hinzugefügt, a) mit praeposit. wird die Richtung bezeichnet, wohin, ὡς u. πρός bei Personen, ἐπί bei Personen u. Sachen im feindlichen Sinn, εἰς bei Sachen. Bei Dichtern, bes. Tragg., auch sp. D., steht auch der bloße acc., καὶ νῠν μ' ὀδύνα βαίνει, kommt über mich, Eur. Hipp. 1371; αἶνον ἔβα κόρος, Sättigung folgte dem Lobe, Pind. Ol. 2, 95; τί χρέος ἔβα με Ar. Nub. 30, aus einem Trag. entlehnt; μετά τι, nach etwas gehen, um es zu holen; μετ' ἴχνια βαῖνε ϑεοῖο Odyss. 2, 406, er folgte der Göttin, u. ä. – b) partic. bestimmen die Art u. Weise des Gehens, so ist βῆ φεύγων Iliad. 2, 665 = er floh, βῆ ἀίξασα Iliad. 4, 74 = sie eilte fort; das partic. fut. drückt die Absicht aus, βῆ ἐξεναρίξων 11, 101. – c) Zuweilen steht ein wirklicher Objects-Accus. dabei, wie κέλευϑον Pind. frg. 201; ὁδόν Sp.; Aesch. sagt umgekehrt πόροι βαίνουσι Ch. 71. Anders ist πόδα βαίνειν, den Fuß in Bewegung setzen, zu fassen, Eur. El. 94. 1173; anders ἔβαν νέας Od. 3, 162, οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας ἀμφιελίσσας, entweder ἔβαν νέας = sie gingen zu den Schiffen, oder zu verbinden ἀποστρέψαντες νέας. – d) Aehnl. mit adject., bes. im neutr. plur., die Art u. Weise des Gehens bestimmend, ἶσα Πυϑοκλεῖ, ebenso wie P. gehen, gleichen Schritt mit ihm halten, Dem. 19, 314, was oft in VLL. citirt u. von aufgeblasenen Menschen verstanden wird; falsch faßte es Ath. V, 113 e auf; ἁβρά (s. ἁβρός), μεγάλα, Luc. D. Mort. 29, 1, große Schritte machen, einherstolzieren; εὔρυϑμα D. Deor. 2, 2; σαῦλα H. h. Merc. 28; ἁβρὸν β. Eur. Med. 1264. Auch μετὰ ῥυϑμοῦ, im Takt marschiren, Thuc. 5, 70; ἐν ῥυϑμῷ Plat. Legg. II, 670 b. – 2) dem Zusammenbange nach ist es öfter a) weggehen, dahingehen, entfliehen; Hom. Odyss. 3, 131 βῆμεν δ' ἐν νήεσσι, zu Schiffe fortgehen; ἐννέα δὴ βεβάασι Διὸς ἐνιαυτοί, sind hingegangen, vergangen, Il. 2, 134; κύματα βάντ' ἐπιόντα τ' ἰδεῖν Soph. Tr. 115; ἔβα, er floh, Ant. 120 u. öfter; ἐκ βροτῶν βῆναι, aus dem Leben, aus der Welt gehen, O. R. 805 u. so öfter bes. Eur. für sterben, dahingehen, z. B. Suppl. 1163; auch Sp.; so ἰκμὰς ἔβη, die Feuchtigkeit verschwand, Il 17. 392; übertr., πῇ ὅρκια βήσεται ἥμιν; wo werden sie hingehen? was wird aus ihnen werden? 2, 339. – b) ankomm en, ὡς ἀκμαῖος, εἰ βαίη, μὁλοι, wie käme er zu rechter Zeit, Soph. Ai. 904; so ist 36 ἔβην = ἥκω; vgl. O. C. 314. 845 u. a. O. – c) ein Vordringen, in der Vbdg ἐς τόδε τόλμης Soph. O. R. 125; ἐς τοσοῠτον ἐλπίδων 772, so weit in seiner Hoffnung. Vgl. ἐπὶ τοσαύτης βεβηκότες εὐτυχίας Dion. Hal. 6, 71. – 3) Uebh. sich befinden, wie versari, zu mannigfachen Umschreibungen dienend, δι' ὀδύνης βαίνειν, im Schmerz wandeln, sich in Schmerz befinden, Eur. Phoen. 1554; aber ibd. 20 πᾶς οἶκος βήσεται δι αἵματος, wird untergehen, eigtl. durch Blut od. Mord wandeln; διὰ μόχϑων Heracl. 625; διὰ δίκας ἔβα νέμεσις ἐς Ἑλέναν, strafend erreichte sie die Hel., Or. 1361. – 4) das perf. drückt bes. das Sein an einem Orte, das sich in einem Zustande Befinden aus; ἐν κάλλεσιν Aesch. Ag. 898; ἐν κακοῖς Soph. El. 1046; ἐν πόνῳ O. C. 1361; εὖ βεβηκώς, sich in gutem Zustande befinden, gut stehen, Archil. frg. 32; Soph. El. 967; τυραννὶς εὖ βεβηκυῖα Her. 7, 164. Bes. festen Fuß gefaßt habend, fest stehend (VLL. βεβαίως ἑστηκώς); ἐπὶ τῆς γῆς βεβηκότες, dem ἐφ' ἵππων κρέμασϑαι entggstzt, Xen. An. 3, 2, 19; vgl. βεβηκυίας τῆς οἰκίας ἐν δαπέδῳ Oec. 8, 17; στασιμωτέρως βέβηκε Plat. Tim. 55 e; ἐπὶ μέσου Parm. 138 c; ἐπὶ σμικροτάτου ποδός Polit. 270 a; ἐπὶ γῆς βεβῶτες Tim. 63 c. So auch Sp., γωνία ἐπί τινος βεβ. Pol 54, 6; βεβηκυῖα μάχη Plut. u. A.; τὸ βεβηκός, Festigkeit, Beständigkeit, Sp. Damit ist zu vgl. βοῠς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν Aesch. Ag. 36, liegt auf der Zunge, verschließt den Mund, wie χρυσέα κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ βέβ. Soph. O. C. 1055; βεβὼς ἐπὶ ξύρου τύχης Ant. 983, Eur. Herc. Fur. 630 u. öfter bei Sp., sich in dem entscheidenden Moment, in der höchsten Gefahr befinden; οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, = ὄντες, Soph. Ant. 67; ἐν μάχῃ βεβώς Eur. Suppl. 850. – 5) bei Gramm. = scandiren, nach B. A. p. 85 ἐπὶ τοῠ ῥυϑμοῠ, τὸν στίχον; μέτρον κατὰ πόδα δακτυλικὸν βαινόμενον Dion. Hal. C. V. 4. – 6) in trans. Bdtg, besteigen, vom Begatten bes. der Thiere, βαίνειν καὶ παιδοσπορεῖν Plat. Phaedr. 250 e; pass., besprungen werden, ἵπποι βαινόμεναι Her. 1, 192; vgl. Arist. H. A. 5, 14. – Sonst gehören der trans. Bdtg »in Bewegung setzen«, »gehen machen« das fut. βήσω u. der aor. ἔβησα an; φῶτας βῆσεν ἀφ' ἵππων, ließ sie absteigen, warf sie hinab, Il. 16, 810; ἐξ ἵππων βῆσε κακῶς ἀέκοντας, brachte sie vom Wagen herunter, 5, 164; βάσομεν ὄκχον κελεύϑῳ ἐν καϑαρᾷ Pind. Ol. 6, 24; ἔβησεν ἐς Ἑλλάδα Eur. Med. 209; El. 589; βῆσα Ἠμαϑίην ἐς Ἄρεα Add. 9 (VII, 238). Vgl. βήσετο δίφρον Il. 3, 262, er bestieg den Wagen. – Die 3. pers. sing. plusqpft. activ. βεβήκει und ἐβεβήκει gebraucht Hom. als einfaches praeterit., aor. oder imperfect.; daneben ist die Auffassung als eines wirklichen plusquamperf. nur an einigen Stellen statthaft, vielleicht an keiner nothwendig; wobei noch zu bedenken, daß Hom. auch den eigentlichen aor. überall als plusquamperf. gebraucht; s. βεβήκει Iliad. 1, 221. 6, 313. 495. 16, 751. 856. 864. 17, 137. 706. 22, 362 Odyss. 1, 360. 3, 410. 6, 11. 8, 361. 10, 388. 12, 312. 13, 164. 14, 483. 15, 464. 17, 26. 61. 18, 185. 20, 144. 21, 354. 22, 433. 23, 292, ἐβεβήκει Iliad. 6, 513. 11, 296. 446. 13, 156. 20, 161. 22, 21. 23, 391 (v. l. κοτέουσα βεβήκει Scholl.); in allen diesen Stellen ist βεβήκει ἐβεβήκει. Versende. Die anderen Personen dieses plusquamperf. außer βεβήκει kommen bei Hom. nicht vor. Vgl. die dem βεβήκει ähnliche u. ähnlich gebrauchte Form βεβλήκει s. v. βάλλω.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > βαίνω

  • 17 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 18 αναβαλλω

        эп.-дор. тж. ἀμβάλλω
        1) набрасывать, насыпать
        

    (γῆν Xen.)

        2) выкапывать, рыть
        

    (τάφρον Xen.)

        3) поднимать, сажать
        4) ( о лошади) сбрасывать
        5) преимущ. med. отсрочивать, откладывать
        

    (ἔργον Hom.; εἰς τέν τρίτην ἡμέραν Her.)

        εἰς ἄλλον καιρὸν ἀναβάλλεσθαι Plat. — откладывать до другого случая;
        ἀναβάλεο Pind.погоди

        6) med. медлить, затягивать, задерживать
        

    (πόλεμον Isocr.)

        ἀ. βοηθεῖν τινι Plut.медлить с оказанием помощи кому-л.;
        ἀ. τινα λόγοις и ἐξ λόγων Dem. — обманывать, дурачить кого-л. словами

        7) med. передавать
        

    ἀ. τὸ πᾶν ἐπί τινα Luc.представлять все на чьё-л. усмотрение

        8) med. приступать, начинать
        

    (ἀείδειν Hom., Theocr.)

        ἀναβαλέσθαι δεήσεις Plut. — обратиться с просьбами, взмолиться;
        ἀ. μάχας πρός τινα Her.вступать в бой с кем-л.

        9) med. набрасывать, накидывать на себя
        

    (ἱμάτιον Arph.; τήβεννον Plut.)

        10) med. распахивать на себе одежду Arph.

    Древнегреческо-русский словарь > αναβαλλω

  • 19 αὐτός

    αὐτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς: -ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αῖς: acc.; - ῶν)
    1 emphatic adj., himself, herself
    a nom.,

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48

    ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62

    αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135

    ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56

    δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50

    τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.
    b c. subs.

    αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50

    οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76

    Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169

    Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31

    ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1

    ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8
    c c. pron.

    κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

    d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.
    2 reflex. pron.

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.
    3 him, her, it pers. pron.

    ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24

    ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98

    γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32

    δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101

    Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19

    δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44

    πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμενP. 4.38

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121

    αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128

    τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200

    τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118

    ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8

    ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27

    ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69

    δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68

    πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89

    θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39

    ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.
    4 ὁ αὐτός v. C. 7.

    Lexicon to Pindar > αὐτός

См. также в других словарях:

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • ευεπίβολος — εὐεπίβολος και εὐεπήβολος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που χτυπάει με ευστοχία, ο εύστοχος 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐεπίβολον η ευχερής πραγματοποίηση. επίρρ... εὐεπιβόλως 1. εύστοχα, με επιτυχία 2. φρ. «εὐεπιβόλως ἔχω πρός τι»… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλεπήβολος — και μεγαλεπίβολος, η, ο (Α μεγαλεπήβολος και μεγαλεπίβολος, ον) αυτός που επιχειρεί μεγάλα, τολμηρά και δύσκολα έργα νεοελλ. 1. αυτός ο οποίος ενέχει μεγαλειότητα («μεγαλεπήβολα έργα») 2. φρ. «μεγαλεπήβολα σχέδια» σχέδια που τείνουν προς μεγάλους …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»