Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χάρακα

См. также в других словарях:

  • Χάρακα — Χάραξ pointed stake masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρακα — χάραξ pointed stake masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… …   Dictionary of Greek

  • χαρακιά — η, Ν 1. ίχνος χάραξης, χαράκι, χαραγματιά («η πόρτα είναι γεμάτη χαρακιές») 2. ευθεία γραμμή που γίνεται με τον χάρακα 3. χτύπημα με χάρακα («ο δάσκαλος μού έδωσε τρεις χαρακιές στο χέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρακας + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • вънизати — ВЪНИЗА|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. Вонзать: доброчт҃выи зако(н) и ветхыи. і по тр҃ци гл҃ѩ разрушивъ. ѥже внизати острогъ. и другыи потрѩсти ѥдиносущьѥ. (τῷ βαλεῖν χάρακα) ГБ XIV, 185г; почто ли скорбь ˫ако гвоздь в ср(д)це ми внизаѥте. Пал 1406, 90в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CASTRA — I. CASTRA Indiae intra Gangem oppid. Ptol. Norici urbs Antonin. Alia quoque Macedoniae inter Lychnidum et Heracliam. Idem. II. CASTRA interdum domus seu Palatium Principis, ac comitatus, Casaubono ad Capitolin. in Antonino Pio, c. 7. unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHARAX — I. CHARAX Armeniae minoris oppid. et Parthiae quoque. Ptol. Item Cretae promontorium Curopalatae, et Susianae urbs ad sinum Arabicum, Ptol. Primum Alexandria, ab Alexandro eius conditore, dein Antiochia ab eius restauratore: et tandem Pasine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MOBAE Castra — Graece Μώβου χάραξ, item χαρακώματα, urbs Palaestinae; sic dicta, quod aliquando exercitus ibi castra metati essent. Exercitum enim vallo inclusum vel castra, χάρακα Graeci vocant, Salmas. ad Solin. p. 1203 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ONOBALA — amnis siciliae, de quo sic Vir magnus, de Phoen. Colon. l. 1. c. 28. Prope Tauromenium, inquit, est amnis Tauromenius. quem Appianus appellat Onobalem: Παρέπλει, inquit, τὸν ποταμὸν τὸν Ὀνοβάλαν, καὶ τὸ ἱερὸν τὸ Ἀφροδίσιον, καὶ ὡρμτσατο εἰσ τὴν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αχαράκωτος — η, ο (Α ἀχαράκωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα 2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες) 3 …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»