-
1 осмотреть
осмотреть 1) εξετάζω, ελέγχω· \осмотреть больного εξετάζω τον άρρωστο 2) (посетить) επισκέπτομαι· \осмотреть город επισκέπτομαι την πόλη \осмотреться προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρα μου· συνηθίζω (привыкнуть)* * *1) εξετάζω, ελέγχωосмотре́ть больно́го — εξετάζω oν άρρωστο
2) ( посетить) επισκέπτομαιосмотре́ть го́род — επισκέπτομαι την πόλη
-
2 посетить
-сещу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посещённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. επισκέπτομαι, πηγαίνω επίσκεψη•посетить знакомых επισκέπτομαι τους γνωστούς•
посетить древности Греции επισκέπτομαι τις αρχαιότητες της Ελλάδας.
2. μτφ. έρχομαι, επέρχομαι•горе посетитьло меня στενοχώρια με βρήκε•
меня посетитьил сон μου ήρθε ύπνος.
-
3 знакомить
знакомить (с кем-л.) γνωρίζω* συσταίνω (представлять кого-л.) \знакомиться (с кем-л.) γνωρίζομαι, κάνω γνωριμία με κάποιον 2) (с чём-л.) γνωρίζομαι, επισκέπτομαι (осматривать)' \знакомиться с городом επισκέπτομαι την πόλη* * *(с кем-л.) γνωρίζω; συσταίνω (представлять кого-л.) -
4 знакомиться
1) (с кем-л.) γνωρίζομαι, κάνω γνωριμία με κάποιον2) (с чем-л.) γνωρίζομαι; επισκέπτομαι ( осматривать)знако́митьсяся с го́родом — επισκέπτομαι την πόλη
-
5 нанести
нанести (причинить) επιφέρω, καταφέρω' \нанести удары καταφέρω πλήγματα* \нанести ущерб προξενώ ζημία' \нанести поражение νικώ ◇ \нанести визит επισκέπτομαι* * *( причинить) επιφέρω, καταφέρωнанести́ уда́ры — καταφέρω πλήγματα
нанести́ уще́рб — προξενώ ζημία
нанести́ пораже́ние — νικώ
••нанести́ визи́т — επισκέπτομαι
-
6 обойти
обойти 1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω- γύρω 2) (побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι ◇ \обойти молчанием αποσιωπώ* * *1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω-γύρω2) ( побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι••обойти́ молча́нием — αποσιωπώ
-
7 объехать
-
8 побывать
побывать επισκέπτομαι, πηγαίνω· \побывать в театре πηγαίνω στο θέατρο* * *επισκέπτομαι, πηγαίνωпобыва́ть в теа́тре — πηγαίνω στο θέατρο
-
9 посетить
посетить, посещать 1) επισκέπτομαι· часто посещать συχνάζω* \посетить курс лекций παρακολουθώ μια σειρά παραδόσεων 2): посещать школу πηγαίνω στο σχολείο* * *= посещать1) επισκέπτομαιча́сто посеща́ть — συχνάζω
посети́ть курс ле́кций — παρακολουθώ μια σειρά παραδόσεων
2)посеща́ть шко́лу — πηγαίνω στο σχολείο
-
10 знакси
знак||омиться1. (с кем-л.) γνωρίζομαι (μέ κάποιον), κάνω γνωριμία·2. (с чем-л.) γνωρίζομαι, λαμβάνω γνώσιν / βλέπω, ἐπισκέπτομαι, γνωρίζομαι μέ (осматривать):\знаксися с историческими памятниками ἐπισκέπτομαι τά ἰστορικά μνημεία. -
11 навещать
навещатьнесов ἐπισκέπτομαι:\навещать больного ἐπισκέπτομαι τόν ἀρρωστο. -
12 наведать
-
13 навестить
-вещу, -вестишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навещённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.επισκέπτομαι•навестить больного επισκέπτομαι ασθενή.
-
14 объехать
-ду, -едешь ρ.σ.1. περιφέρομαι, περιέρχομαι (με μεταφ. μέσο).2. παρακάμπτω, αποφεύγω•объехать камень παρακάμπτω την πέτρα.
3. περιοδεύω, γυρίζω, πηγαίνω παντού. || επισκέπτομαι όλους•объехать всех знакомых επισκέπτομαι όλους τους γνωστούς (γνώριμους).
4. ξεπερνώ•объехать едущую впереди машину προσπερνώ το αυτοκίνητο που πηγαίνει μπροστά.
5. (εξ)απατώ, (ξε)γελώ. -
15 визит
η επίσκεψ/ηнаносить - κάνω -, επισκέπτομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > визит
-
16 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
17 ходить
1. (быть в состоянии двигаться) πηγαίνω, πάω, περπατώ, βαδίζω 2. (ухаживать, заботиться ο ком-л.) περιποιούμαι, επιμελούμαι, φροντίζω, κοιτάζω 3. (посещать) πηγαίνω, επισκέπτομαι 4. (ο поездах, морских судах и т.п.) πηγαίνω, πάω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ходить
-
18 бывать
бывать 1) (находиться) βρίσκομαι, είμαι 2) (посещать) συχνάζω, επισκέπτο μαι· вы часто \быватьете в театре? πηγαίνετε συχνά στο θέα τρο; 3) безл.: \быватьет συμβαί νει, τυχαίνει* * *1) ( находиться) βρίσκομαι, είμαι2) ( посещать) συχνάζω, επισκέπτομαιвы часто быва́ете в теа́тре? — πηγαίνετε συχνά στο θέατρο
3) безл.быва́ет — συμβαίνει, τυχαίνει
-
19 навести
навести (направить) κατευθύνω· \навести бинокль κατευθύνω τα κιάλια ◇ \навести справки ζητώ πληροφορίες* \навести порядок βάζω τάξη навестить, навещать επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη* * *( направить) κατευθύνωнавести́ бино́кль — κατευθύνω τα κιάλια
••навести́ спра́вки — ζητώ πληροφορίες
навести́ поря́док — βάζω τάξη
-
20 навестить
= навещатьεπισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη
См. также в других словарях:
επισκέπτομαι — επισκέπτομαι, επισκέφτηκα (σπάν. επισκέφθηκα) βλ. πίν. 12 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπισκέπτομαι — pass in review pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκέπτομαι — (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι] 1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ) 2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω 3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επισκέπτομαι — επισκέφτηκα, μτβ. 1. έρχομαι σε κάποιο μέρος για να παρατηρήσω, να εξετάσω ή να θαυμάσω κάτι: Επισκεφτήκαμε πολλά μουσεία. 2. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον ιδώ (να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ, να τον συλλυπηθώ κτλ.), του κάνω επίσκεψη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισκέπτεσθε — ἐπισκέπτομαι pass in review pres imperat mp 2nd pl ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 2nd pl ἐπισκέπτομαι pass in review imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκεμμένον — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc acc sg ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκεμμένων — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp fem gen pl ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκέμμεθα — ἐπισκέπτομαι pass in review plup ind mp 1st pl ἐπισκέπτομαι pass in review perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτομένων — ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp fem gen pl ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτόμεθα — ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 1st pl ἐπισκέπτομαι pass in review imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτόμενον — ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp masc acc sg ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)