Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προξενώ

  • 101 перепортить

    -рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепорченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. φθείρω, χαλνώ, καταστρέφω εντελώς ή όλους, πολλούς.
    εκφρ.
    перепортить много крови кому – προξενώ πολλά δυσάρεστα σε κάποιον.
    χαλνώ, αχρηστεύομαι•

    арбузы -лись τα καρπούζια χάλασαν, (σάπισαν).

    Большой русско-греческий словарь > перепортить

  • 102 пересмешить

    ρ.σ.μ. προκαλώ το γέλιο (όλων, πολλών)•

    пересмешить всех зрителей προξενώ το γέλιο όλων των θεατών.

    Большой русско-греческий словарь > пересмешить

  • 103 пить

    пью, пьшь, παρλθ. χρ. пил, пила, пило, (με το αρνητικό μόριο не) не пил, не пила, не пило, не пили;, προστκ. пей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. питый, βρ: пит, пита, пито;
    ρ.δ.
    1. πίνω•

    пить воду πίνω νερό•

    пить молоко πίνω γάλα•

    пить опить ξαναπίνω•

    пить на здоровье... πίνω στην υγεία...

    μτφ. ρουφώ, τραβώ.
    2. πίνω οινοπνευματώδη ποτά.• μεθώ•

    он пьт αυτός πίνει.

    εκφρ.
    пить залпом – πίνω μονορούφι, μονοκοπανιά•
    дать пить – (απλ.) α) δίνω μάθημα, τιμωρώ, συγυρίζω, περιποιούμαι (καλά); β) προξενώ ζημιά, βλάβη•
    пей да делоπαρμ. πίνε, όμως να μή σε πίνει (να μη παραλογείς)•
    как пить дать (дадут) – σίγουρα, οπωσδήποτε, απαραίτητα.
    1. πίνομαι.
    2. επιθυμώ, θέλω να πιώ.
    ουδ.
    βλ. питие.

    Большой русско-греческий словарь > пить

  • 104 повредить

    -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврежденный, βρ: -ден, -дена, -дено;.
    ρ.σ.
    1. με δοτ. βλάπτω, προξενώ βλάβη, ζημιά•

    курение -ит здоровью το κάπνισμα θα βλάψει την υγεία.

    2. μ. χαλνώ•

    повредить замок χαλνώ την κλειδωνιά.

    Большой русско-греческий словарь > повредить

  • 105 подбить

    подобью, подобьшь, προστκ. подбей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•

    подковку καρφώνω το πέταλο•

    подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.

    2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.
    3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.
    4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.
    5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•

    подбить глаз χτυπώ στο μάτι•

    подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.

    || πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.
    6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.
    εκφρ.
    подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.
    1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).
    2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > подбить

  • 106 покоробить

    ρ.σ.
    1. σκεβρώνω, στραβώνω.
    2. μτφ. προξενώ άσχημη εντύπωση ή αντιπάθεια.
    σκεβρώνω, στραβώνω.

    Большой русско-греческий словарь > покоробить

  • 107 приключить

    ρ.σ.μ.
    1. ενώνω, συνδέω• приключить πρό•

    приключить вод к сети συνδέω το καλώδιο στο(ηλεκτρικό) δίχτυ.

    2. (διαλκ.) προξενώ• δημιουργώ.
    συμβαίνω•

    вот что -лось... να τι συνέβηκε...

    Большой русско-греческий словарь > приключить

  • 108 притягивать

    ρ.δ.
    1. βλ. притянуть.
    2. μτφ. προσελκύω, τραβώ• προξενώ (για συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ.).
    βλ. притянуться.

    Большой русско-греческий словарь > притягивать

  • 109 произвести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. произвл
    -вела, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произведенный, βρ: -ден, -дена, -дено μτχ. παρλθ. χρ. произведший ρ.σ.μ.
    1. κάνω, εκτελώ, φτιάχνω• εκπληρώ, διεξάγω•

    произвести ремонт κάνω επισκευή•

    произвести опыт κάνω πείραμα•

    произвести выстрел πυροβολώ•

    произвести вычисление κάνω λογαριασμό (λογαριάζω)•

    произвести следствие κάνω ανάκριση (ανακρίνω)•

    произвести атомное подземное испытание κάνω ατομική υπόγεια δοκιμή•

    произвести раскопки διεξάγω ανασκαφές•

    произвести обыск κάνω έρευνα•

    -аресты κάνω συλλήψεις.

    2. παράγω, βγάζω•

    товары массого употребления παράγω εμπορεύματα πλατιάς κατανάλωσης.

    3. προκαλώ, προξενώ•

    произвести впечатление, сенсацию κάνω εντύπωση, αίσθηση•

    произвести шум κάνω θόρυβο κ., μτφ. κρότο.

    || γεννώ, τίκτω•

    произвести на свет ребнка φέρω στον κόσμο παιδάκι.

    4. προβιβάζω, προάγω•

    произвести в генералы προάγω σε στρατηγό.

    Большой русско-греческий словарь > произвести

  • 110 пронзить

    -нжу, -нзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронзнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. διατρυπώ, διαπερνώ•

    пронзить насквозь διατρυπώ πέρα-πέρα•

    пронзить штыком λογχίζω διαμπερώς.

    2. μτφ. θλίβω, βασανίζω, προξενώ άλγος, πληγώνω•

    пронзить больго сердце πληγώνω την καρδιά•

    душу πληγώνω την ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > пронзить

  • 111 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 112 раздавить

    ρ.σ.μ. α.
    1. συνθλίβω, καταθλίβω, καταπιέζω, καταπα.τώ.
    2. μτφ. συντρίβω•

    раздавить армию противника συντρίβω τον εχθρικό στρατό.

    3. στενοχωρώ, προξενώ θλίψη, λυπώ, πικραίνω.
    4. πίνω, τραβώ, τσούζω.

    Большой русско-греческий словарь > раздавить

  • 113 раздирать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. разодрать.
    2. κατασπαράζω, ξεσχίζω.
    3. μτφ• βασανίζω, ταλαιπωρώ• προξενώ (επιφέρω) δεινά• κατατρύχω•

    войны -ли европу οι πόλεμοι κατασπάραζαν την Ευρώπη•

    тоска -ет сердце η θλίψη σπαράζει την καρδιά•

    печаль -ет душу η λύπη κατατρύχει την ψυχή.

    1. βλ. разодраться.
    2. σπαράζομαι, ξεσχίζομαι.
    3. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι• κατατρύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздирать

  • 114 раззудить

    -ужу, -удишь ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) κνίθω, τρώγω, προξενώ φαγούρα, κνησμό.
    2. μτφ. προκαλώ, κεντώ• μερακλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > раззудить

  • 115 расстрелять

    ρ.σ.μ.
    1. τουφεκίζω, εκτελώ (θανατώνω) με τουφεκισμό.
    2. πυροβολώ, προξενώ ζημιά με πυροβολισμό.
    3. καταναλώνω,ξοδεύω πυροβολώντας•

    расстрелять все патроны ξοδεύω όλα τα φυσίγγια.

    4. φθείρω το εσωτερικό της κάνης όπλου (από τη συχνή βολή).

    Большой русско-греческий словарь > расстрелять

  • 116 расстроить

    ρ.σ.μ.
    1. εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω• σπαραλιάζω• ξεχαρβαλώνω• φέρνω σύγχυση, ταραχή•

    расстроить ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού•

    воина -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία•

    расстроить планы (замыслы) χαλνώ τα σχέδια•

    расстроить здоровье βλάπτω την υγεία•

    расстроить желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού.

    2. ταράσσω• σπάζω•

    последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τού σπασαν τα νεύρα.

    3. ξεκουρντίζω•

    расстроить скрипку ξεκουρντίζω το βιολί.

    || ταράσσω την ψυχική ηρεμία• αναστατώνω. || πικραίνω, στενοχωρώ• δυσαρεστώ• κακοκαρδίζω.
    1. εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ряды противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν•

    хозяйство -лось το νοικοκυριό σπαράλιασε•

    желудок -лся το στομάχι έπαθε διαταραχή.

    2. ξεκουρντίζομαι•

    гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε.

    3. ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι. || θλίβομαι, πικραίνομαι, στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι• κακοκαρδίζομαι•

    он -лся от неудачи αυτός πικράθηκε από την αποτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > расстроить

  • 117 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 118 родить

    рожу, родишь, παρλθ. χρ. родила κ.δ. родила, родило, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. γεννώ, τίκτω• κάνω•

    онэ. -ла сына αυτή έκανε γιό•

    она никогда не родила (αμ.) αυτήποτέ δε γέννησε.

    || φέρω στη ζωή•

    он -ил восемь сыновей αυτός έκανε οχτώ γιους.

    2. μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω•

    беда беду -ит το ένα κακό φέρει το άλλο.

    3. αμ. παράγω, αποδίδω, καρποφορώ•

    каменистая земля мало -ит το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει.

    1. γεννιέμαι•

    каждый год у не -лись дети κάθεχρόνο αυτή γεννούσε κι από ένα παιδί•

    я -лся в 1916 году γεννήθηκα το 1916.

    2. μου έρχεται, μου κατεβαίνει•

    в тот час у него родитьлась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα.

    3. γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    пшеница родитьласъ хорошо το σιτάρι πρόκοψε.

    εκφρ.
    - лся (родитьлась) в рубашке (в сорочке) – γεννήθηκε θεόφτωχος (όμως ευδοκίμησε).

    Большой русско-греческий словарь > родить

  • 119 сажать

    ρ.δ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;
    προσγειώνω (αεροπλάνο).
    2. διορίζω σε θέση.
    4. βάζω, κλείνω•

    сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•

    сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•

    сажать под арест βάζω υπο κράτηση•

    сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•

    сажать в клетку βάζω στο κλουβί.

    || βάζω (υπό καθεστώς)•

    на диету βάζω σε δίαιτα.

    5. φυτεύω•

    картофель φυτεύω πατάτα•

    сажать табак φυτεύω καπνό.

    6. βάζω•

    сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•

    сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.

    7. επιφέρω, προξενώ•

    сажать пятна βάζω λεκέδες•

    сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.

    || ράβω•

    сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    8. επιθέτω, εξαρτώ•

    сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.

    || μπήγω• καρφώνω.
    9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.
    10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).
    εκφρ.
    сажать на яйца – βάζω κλώσσα•
    сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.
    κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.

    Большой русско-греческий словарь > сажать

  • 120 седло

    ουδ.
    1. σέλα, εφιππιο• σαμάρι, σάγμα•

    сидеть в -Θ κάθομαι στη σέλα•

    ка-валлерийское седло σέλα ιππικού•

    дамское седло γυναικεία σέλα.

    || σέλα ποδηλάτου. || (για εξαρτήματα)• υποδοχή, κάθιση.
    2. βλ. седови-на.
    εκφρ.
    идёт как корове седло – (για ένδυμα) πηγαίνει πολύ άσχημα (όπως η σέλα στη γελάδα)•
    под -ом – υπο εφιππιο, είναι με σέλα ή σαμάρι•
    выбить (вышибить) из -а кого – βλάπτω, προξενώ κακό σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > седло

См. также в других словарях:

  • προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • προξενώ — προξενώ, προξένησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προξενώ — προξένησα, προξενήθηκα, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι: Η χαλαζόπτωση προξένησε μεγάλες ζημιές στη γεωργική παραγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προξενῶ — προξενέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) προξενέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προξένῳ — Πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξένῳ — πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακουράζω — προξενώ σε κάποιον υπερβολική κόπωση …   Dictionary of Greek

  • κατασυγκινώ — προξενώ μεγάλη συγκίνηση σε κάποιον, συγκλονίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συγκινῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Προξένωι — Προξένῳ , Πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξένωι — προξένῳ , πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»