-
1 ферментировать
προκαλώ ζύμωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ферментировать
-
2 вызывать
вызыватьнесов1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):\вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:\вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:\вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω. -
3 вызвать
вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)* * *1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζωвы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό
вы́звать такси́ — καλώ ταξί
вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώвы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον
3)вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)
-
4 причинить
-
5 внушать
внушатьнесов1. (мысль, чувство) ἐμπνέω, προκαλώ:\внушать страх ἐμπνέω (или προκαλώ) φόβο· \внушать доверие (опасение) ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη (ανησυχία)· \внушать отвращение προκαλώ ἀηδία·2. (поучать, наставлять) βάζω στό νοῦ, ὑποβάλλω, παραινώ. -
6 причинять
προξενώ, προκαλώ, επιφέρω- вред βλάπτω, προκαλώ ζημιά/βλάβη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причинять
-
7 провоцировать
1. (умышленно подстрекать кого-л. на какие-л. действия, вызывать какое-л. событие происшествие) προκαλώ, υποκινώκάνω προβοκάτσια, προβοκάρω (ξεν.)2. мед. προκαλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провоцировать
-
8 возбудить
-
9 заинтересовать
заинтересовать, заинтересовывать ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ (или προκαλώ) την προσοχή это меня заинтересовало αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου* * *= заинтересовыватьενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ ( или προκαλώ) την προσοχήэ́то меня́ заинтересова́ло — αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου
-
10 интерес
интерес м το ενδιαφέρον с \интересом με ενδιαφέρον в \интересах мира για την ειρήνη; вызы вать \интерес προκαλώ το ενδιαφέ ρον* * *мτο ενδιαφέρον,с интере́сом — με ενδιαφέρον
в интере́са́х ми́ра — για την ειρήνη
вызыва́ть интере́с — προκαλώ το ενδιαφέρον
-
11 интересовать
интересовать ενδιαφέρω, προκαλώ το ενδιαφέρον меня интересует... μ'ενδιαφέρει... \интересоваться ενδιαφέρομαι* * *ενδιαφέρω, προκαλώ το ενδιαφέρονменя́ интересу́ет... интересова́ть — μ'ενδιαφέρει…
-
12 недовольство
недовольство с η δυσαρέσκεια; вызвать \недовольство προκαλώ δυσαρέσκεια* * *сη δυσαρέσκειαвы́звать недово́льство — προκαλώ δυσαρέσκεια
-
13 отвращение
отвращение с η αποστροφή, η σιχαμάρα, η αηδία· питать \отвращение σιχαίνομαι· вызывать \отвращение προκαλώ αηδία* * *сη αποστροφή, η σιχαμάρα, η αηδίαпита́ть отвраще́ние — σιχαίνομαι
вызыва́ть отвраще́ние — προκαλώ αηδία
-
14 провоцировать
-
15 произвести
произвести 1) (сделать) κάνω, εκτελώ 2) (выработать ) παράγω З): \произвести впечатление προκαλώ εντύπωση* * *1) ( сделать) κάνω, εκτελώ2) ( выработать) παράγω3)произвести́ впечатле́ние — προκαλώ εντύπωση
-
16 ущерб
-
17 возбуждать
возбуждатьнесов1. (вызывать) διεγείρω, ἐξεγείρω, προκαλώ:\возбуждать интерес προκαλώ τό ἐνδιαφέρον \возбуждать любопытство κινώ τήν περιέργεια·2. (волновать, будоражить) διεγείρω:\возбуждать умы διεγείρω τά πνεύματα·3. (настраивать против кого-л.) προτρέπω, παρακινώ, ἐρεθίζω· ◊ \возбуждать вопрос ἀνακινώ ζήτημα· \возбуждать дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω, κάνω δίκη. -
18 навлекать
навлекатьнесов, навлечь сов ἐπισύρω, ἐφελκύω, τραβώ, προκαλώ:\навлекать на себя подозрения προκαλώ ὑποψίες, γίνομαι ὑποπτος· \навлекать позор на кого-л. ντροπιάζω κάποιον. -
19 приводить
приводитьнесов1. φέρ(ν)ω, ὁδηγώ:\приводить ребенка домой φέρνω τό παιδί στό σπίτι· \приводить обратно ἐπαναφέρω, φέρνω πίσω· \приводить κ чему́-л. ὁδηγώ σέ...·2. (факты, данные и т. п.) παραθέτω, προσάγω, φέρνω:\приводить доводы φέρνω ἐπιχειρήματα· \приводить доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \приводить в пример φέρνω σάν παράδειγμα, ἀναφέρω ὡς παράδειγμα·3. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρνω / ρίχνω (повергать):\приводить в движение βάζω σέ κίνηση· \приводить в замешательство βάζω σέ ἀμηχανία, φέρνω σύγχυση· \приводить в восторг προκαλώ τό θαυμασμό[ν]· \приводить в бешенство, в ярость κά(μ)νω νά λυσσάξει, κάνω ἐξω φρένων· \приводить в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \приводить в чу́вство συνεφέρνω· \приводить в соответствие προσαρμόζω· \приводить в порядок а) βάζω σέ τάξη, τακτοπιώ, б) (уби·. рать) συγυρίζω· \приводить в беспорядок προκαλώ ἀκαταστασία· \приводить в негодность καθιστώ ἄχρηστο, κάνω ἄχρηστο· ◊ \приводить в исполнение θέτω σέ ἐφαρμογή, ἐκτελώ· \приводить приговор в исполнение ἐκτελώ ἀπόφαση· \приводить к концу́ φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνὠ \приводить к присяге ὁρκίζω· \приводить к общему зна-мени́телю мат τρέπω ἐτερώνυμα κλάσματα σε ὁμώνυμα. -
20 причинять
причинятьнесов προξενώ, προκαλώ, γίνομαι αίτιος, ἐπιφέρω:\причинять боль προξενώ πόνο· \причинять вред βλάπτω, προκαλώ ζημία· \причинять беспокойство στενοχωρώ, ἐνοχλώ, προξενώ ἐνόχληση.
См. также в других словарях:
προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… … Dictionary of Greek
προκαλώ — προκαλώ, προκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλῶ — προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth fut ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι … Dictionary of Greek
αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] … Dictionary of Greek
αναισθητοποιώ — προκαλώ σωματική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση] … Dictionary of Greek
απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
δυναμιτίζω — προκαλώ με ενέργειες ή λόγους σοβαρές κρίσεις («δυναμιτίζει τη συνεννόηση, το ήπιο κλίμα κ.λπ.») … Dictionary of Greek
ηλεκτρολύω — προκαλώ ή επιφέρω ηλεκτρόλυση … Dictionary of Greek
κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον … Dictionary of Greek