-
1 ποτης
I.- ῆτος ἥ питье(μέ σῖτος μηδὲ π. Hom.)
II.(γυναῖκες Arph.)
π. λύχνος Arph. — светильник, поглощающий много масла -
2 πότης
ο, πότις (-ιδος) η пьяница -
3 ποτιστατος
superl. к πότης См. ποτης -
4 αερσιποτης
-
5 ακρατοποτης
-
6 αμετροποτης
-
7 γαλακτοποτης
-
8 γλευκοποτης
-
9 ζωροποτης
-
10 ηδυποτης
-
11 μετριοποτης
-
12 οινοποτης
-
13 πολυποτης
-
14 προποτης
-
15 συμποτης
-
16 υδροποτης
-
17 φιλοποτης
-
18 χανδοποτης
-
19 ψυχροποτης
-
20 δεσπότης
δεσπότης ο1) епископ, владыка;2) Владыка (обращение к Богу):ελέησον, Δέσποτα! помилуй, Владыко!
3) именование императора ВизантииЭтим.дргр. δεμ-σ-πότης — сложное слово, состоящее из двух основ, которое, как предполагают исследователи, происходит от санскр. dampati «хозяин дома»
См. также в других словарях:
ποτής — drink fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότης — drinker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτής — ήτος, και δωρ. τ. γεν. ᾱτος, ἡ, Α το να πίνει κανείς, η πόση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πο τού ρ. πίνω (βλ. πίνω) και πρέπει να αποτελεί μεταπλασμένο για μετρικούς λόγους τύπο ενός αρχαιότερου αμάρτυρου *ποτή, διαφορετικού από το… … Dictionary of Greek
πότης — ο, ΝΑ, και θηλ. πότις, ιδος, Α αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλη ποσότητα, μέθυσος, μπεκρής αρχ. (για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
πότης — ο θηλ. ισσα αυτός που πίνει πολύ, ο μέθυσος, ο μπεκρής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτῆς — ποτή flight fem gen sg (attic epic ionic) ποτός drunk fem gen sg (attic epic ionic) πρόσειμι 1 sum imperf ind act 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατράκης, Πότης — (Δαιμονιά Λακωνίας 1930 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1974 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος του… … Dictionary of Greek
ποτίστατον — πότης drinker masc acc sg πότης drinker neut nom/voc/acc sg ποτίστᾱτον , προσίστημι set against aor ind act 2nd dual (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόται — πότης drinker masc nom/voc pl πότᾱͅ , πότης drinker masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτῆτα — ποτής drink fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτῆτι — ποτής drink fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)