-
1 οινοποτης
-
2 οἰνοπότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οἰνοπότης
-
3 οινοπότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οινοπότης
-
4 οινοπότης
ο, οινοπότις (-ιδος) η пьяница;выпивоха (прост.) -
5 οἰνοπότης
пьяница, алкоголик.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰνοπότης
-
6 οἰνοπότης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰνοπότης
-
7 φαγος
-
8 3630
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3630
См. также в других словарях:
οἰνοπότης — wine bibber masc nom sg οἰνοποτέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοπότης — ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, ιδος) αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που τού αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. γαλακτο πότης] … Dictionary of Greek
οινοπότης — ο θηλ. οινοπότισσα αυτός που πίνει πολύ κρασί, ο μέθυσος, ο μπεκρής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰνοπόται — οἰνοπότης wine bibber masc nom/voc pl οἰνοπότᾱͅ , οἰνοπότης wine bibber masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποτῶν — οἰνοπότης wine bibber masc gen pl οἰνοποτάζω drink wine fut part act masc voc sg οἰνοποτάζω drink wine fut part act neut nom/voc/acc sg οἰνοποτάζω drink wine fut part act masc nom sg (attic epic ionic) οἰνοποτέω pres part act masc nom sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπόταις — οἰνοπότης wine bibber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπόταισι — οἰνοπότης wine bibber masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπότην — οἰνοπότης wine bibber masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπότου — οἰνοπότης wine bibber masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπότῃ — οἰνοπότης wine bibber masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπότῃσιν — οἰνοπότης wine bibber masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)