Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φιλοπότης

См. также в других словарях:

  • φιλοπότης — lover of drinking masc nom sg φιλοποτέω to be fond of drinking imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπότης — ο, θηλ. φιλοπότις, ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α αυτός που τού αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο πότης, ενώ ο τ. φιλο πώτης με β συνθετικό πώτης (< θ. πω… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπόται — φιλοπότης lover of drinking masc nom/voc pl φιλοπότᾱͅ , φιλοπότης lover of drinking masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοποτῶν — φιλοπότης lover of drinking masc gen pl φιλοποτέω to be fond of drinking pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόταις — φιλοπότης lover of drinking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπότην — φιλοπότης lover of drinking masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοποτώ — έω, Α [φιλοπότης] είμαι φιλοπότης …   Dictionary of Greek

  • φιλοπότας — φιλοπότᾱς , φιλοπότης lover of drinking masc acc pl φιλοπότᾱς , φιλοπότης lover of drinking masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕРКУЛЕС, ГЕРАКЛ — •Hercŭles, Ήρακλη̃ς, высший идеал геройской силы, национальный герой греков, который, родившись от Зевса, высшего бога, и смертной женщины и одаренный могучею силою, исполнил самые тяжелые работы на… …   Реальный словарь классических древностей

  • Геркулес —    • Hercŭles,          Ήρακλη̃ς, высший идеал геройской силы, национальный герой греков, который, родившись от Зевса, высшего бога, и смертной женщины и одаренный могучею силою, исполнил самые тяжелые работы на земле, очистил свет от чудовищ и… …   Реальный словарь классических древностей

  • ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»