-
1 φιλοποτης
-
2 φιλοπότης
ο, -ις (-ιδος) η пьяница -
3 φιλοποτος
См. также в других словарях:
φιλοπότης — lover of drinking masc nom sg φιλοποτέω to be fond of drinking imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπότης — ο, θηλ. φιλοπότις, ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α αυτός που τού αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο πότης, ενώ ο τ. φιλο πώτης με β συνθετικό πώτης (< θ. πω… … Dictionary of Greek
φιλοπόται — φιλοπότης lover of drinking masc nom/voc pl φιλοπότᾱͅ , φιλοπότης lover of drinking masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποτῶν — φιλοπότης lover of drinking masc gen pl φιλοποτέω to be fond of drinking pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπόταις — φιλοπότης lover of drinking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπότην — φιλοπότης lover of drinking masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποτώ — έω, Α [φιλοπότης] είμαι φιλοπότης … Dictionary of Greek
φιλοπότας — φιλοπότᾱς , φιλοπότης lover of drinking masc acc pl φιλοπότᾱς , φιλοπότης lover of drinking masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРКУЛЕС, ГЕРАКЛ — •Hercŭles, Ήρακλη̃ς, высший идеал геройской силы, национальный герой греков, который, родившись от Зевса, высшего бога, и смертной женщины и одаренный могучею силою, исполнил самые тяжелые работы на… … Реальный словарь классических древностей
Геркулес — • Hercŭles, Ήρακλη̃ς, высший идеал геройской силы, национальный герой греков, который, родившись от Зевса, высшего бога, и смертной женщины и одаренный могучею силою, исполнил самые тяжелые работы на земле, очистил свет от чудовищ и… … Реальный словарь классических древностей
ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] … Dictionary of Greek