Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γλευκοπότης

См. также в других словарях:

  • γλευκοπότης — drinker of new wine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλευκοπότης — ο αυτός που πίνει γλεύκος, μούστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + πότης < πότης < πίνω (πρβλ. οινοπότης, συμπότης)] …   Dictionary of Greek

  • γλευκοπόταις — γλευκοπότης drinker of new wine masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»