Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀερσιπότης

См. также в других словарях:

  • αερσιπότης — ἀερσιπότης, ο (Α) αυτός που πετά ψηλά, ο υψιπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + πότης < ποτάομαι ή πέτομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀερσιπότης — high soaring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιπόται — ἀερσιπότης high soaring masc nom/voc pl ἀερσιπότᾱͅ , ἀερσιπότης high soaring masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιπότητον — ἀερσιπότης high soaring masc/fem acc sg ἀερσιπότης high soaring neut nom/voc/acc sg ἀερσιπότητος masc/fem acc sg ἀερσιπότητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιποτήτους — ἀερσιπότης high soaring masc/fem acc pl ἀερσιπότητος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιπότητα — ἀερσιπότης high soaring neut nom/voc/acc pl ἀερσιπότητος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιπότητος — ἀερσιπότης high soaring masc/fem nom sg ἀερσιπότητος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιπότου — ἀερσιπότης high soaring masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερσιπέτης — ἀερσιπέτης, ες (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσί (< ἀείρω Ι) + πέτης (< πέτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αερσιπότητος — ἀερσιπότητος, ον (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ρημ. επιθ. ποτητός < ποτάομαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»