-
1 ηδυποτης
См. также в других словарях:
ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] … Dictionary of Greek
ἡδυπότης — fond of drinking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπότην — ἡδυπότης fond of drinking masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπότας — ἡδυπότᾱς , ἡδυπότης fond of drinking masc acc pl ἡδυπότᾱς , ἡδυπότης fond of drinking masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
ἡδυπότου — ἡδύποτος sweet to drink masc/fem/neut gen sg ἡδυπότης fond of drinking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)