Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ποτίστατος

См. также в других словарях:

  • ποτίστατος — άτη, ον, Α (υπερθ.) αυτός που αγαπά πάρα πολύ το κρασί ή τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά, ο πολύ μεγάλος πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότης + κατάλ. ίστατος ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. βλακ ίστατος)] …   Dictionary of Greek

  • ποτίστατος — πότης drinker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»