Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γαλακτοπότης

См. также в других словарях:

  • γαλακτοπότης — milk drinker masc nom sg γαλακτοποτέω drink milk imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλακτοπότης — ο (Α γαλακτοπότης) αυτός που πίνει κυρίως ή αποκλειστικά γάλα …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοπόται — γαλακτοπότης milk drinker masc nom/voc pl γαλακτοπότᾱͅ , γαλακτοπότης milk drinker masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλακτοποτέων — γαλακτοπότης milk drinker masc gen pl (epic ionic) γαλακτοποτέω drink milk pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλακτοπόταις — γαλακτοπότης milk drinker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλακτοπότῃ — γαλακτοπότης milk drinker masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλακτοπότας — γαλακτοπότᾱς , γαλακτοπότης milk drinker masc acc pl γαλακτοπότᾱς , γαλακτοπότης milk drinker masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοποσία — η (AM γαλακτοποσία) [γαλακτοπότης] το να πίνει κανείς γάλα …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοποτώ — γαλακτοποτῶ ( έω) (Α) [γαλακτοπότης] τρέφομαι αποκλειστικά ή κυρίως με γάλα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»