-
1 πολισμός
πολ-ισμός, ὁ,A building of a city, D.H.1.57,59;π. τῆς Ῥώμης Lyd.Mag.1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολισμός
-
2 πόλις
Grammatical information: f.Meaning: `citadel, fort, city, city community, state' (Il.; on the meaning in Hom. Hoffmann Festschr. Snell 153ff.).Dialectal forms: Myc. potorijo has been interpreted as *Πτολίων.Compounds: As 1. member e.g. in πτολί-πορθος (- πόρθιος, - πόρθης) `sacking cities, destroyer of cities' (ep. Il.); enlarged in IA. πολιοῦχος (from - ιο-ουχ.); Dor. πολι-ά̄-οχος, - ιᾶχος, ep. πολι-ή-οχος `ruling a city, city protector'; in A. also the unexplained πολισσο- in πολισσοῦχος, πολισσο-νομέω. Very often as 2. member, e.g. ἀκρο-πολις = πόλις ἄκρη `upper town, citadel' (Od.); on this and on the other compp. Risch IF 59, 261 ff.Derivatives: 1. expressive enlargement πτολί-εθρον n. (ep. Il.); cf. μέλαθρον, θέμεθλα, ἔδεθλον (Schwyzer 533). 2. Diminut. πολίχνη f., often as PlN (IA.) with - ίχνιον (Att.); πολίδιον (ῑ̆) n. (Str.). 3. Πολιεύς (- ηύς) m. `city guardian' (Thera before Va, Arist., hell.; Bosshardt 60); f. Πολιάς (IA., Arg.). 4. πολίτης (ῑ; ep., Sapph., Att.), πολι-ά̄-τας, - ή-της (Dor. Aeol., Β 806, Ion.; after οἰκιά-τας, - ιή-της a.o.) m. `citizen, townsman', f. - ῖτις (S., E., Pl.); from this πολιτ-ικός `civic, political' (Hdt. 7, 103, Att.; Chantraine Études 123); - εύομαι, - εύω `to be citizen, to take part in state affairs' (Att. etc.; πολιατεύω Gortyn) with - εία, Ion. - ηίη, - ευμα (Hdt., Att.; on the meaning Wilhelm Glotta 14, 78ff., 83f., Papazoglou REGr. 72, 100ff. resp. Ruppel Phil. 82, 268ff., Engers Mnem. 54, 154ff.); also πολιτισμός `administration' (D. L.; - ισμός analog., Chantraine Form. 143). 5. Denominat. πολίζω, aor. - ίσ(σ)αι, rare a. late with ἐν-, συν- a.o., `to found (a city), to cultivate a place by founding a city' (ep. Ion., X.) with πόλ-ισμα `foundation (of a city)' (Ion. poet., Th.; Chantraine Form. 189), - ισμάτιον (hell.), - ισμός `foundation of a city' (D. H., Lyd.), - ιστής `founder of a city' (Poll. 9, 6; rejected).Etymology: The byform πτόλις (also Arc. Πτόλις, name of the castle in Mantinea; Thess. οἱ ττολίαρχοι w. assim.) is not convincingly explained. Hypotheses w. further details in Schwyzer 325 (w. lit.); further Kretschmer Glotta 22, 206, Deroy Ant. class. 23, 305ff., Merlingen Μνήμης χάριν 2, 57, Ruijgh L'élém. ach. 75ff., 112 n. 4 (cf. also on πτόλεμος). To be rejected the identification of πόλις from *pu̯olis with Arm. k'alak` `town' (Winter Lang. 31,8).-- Old word for `castle, refugecastle', except in Greek further only in the east attested (cf. Kretschmer Glotta 22, 107, Porzig Gliederung 173): Skt. pū́r f., acc. púr-am, Lith. pilìs f. Both the Skt. and the Lith. word show zero grade, which has also been considered possible for πόλις (Schwyzer 344); the i-stem in πόλ-ις and pil-ìs is secondary enlargement. Thee repeated proposals, to connect this very ancient word for `citadel' with the verb for `fill' ( πίμπλημι; since Pott) or for `dump' (Lith. pìlti; Fick; lastly Fraenkel Zeitschr. slav. Phil. 6, 91), has as unproven hypothesis not much interest. -- WP. 2, 51, Pok. 799, Mayrhofer and Fraenkel s. vv. w. further details a. lit.Page in Frisk: 2,576-577Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόλις
См. также в других словарях:
συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… … Dictionary of Greek
νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 … Dictionary of Greek
πλουραλισμός — ο, Ν 1. όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον χώρο τής φιλοσοφίας και επεκτάθηκε αργότερα και σε άλλους χώρους, με βασικό πεδίο την κοινωνιολογική σκέψη και τον πολιτικό στοχασμό, ο οποίος δέχεται την ερμηνεία ή κατανόηση τού κόσμου όχι με την… … Dictionary of Greek
προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά … Dictionary of Greek
ρεπουμπλικανισμός — ο, Ν (πολ.) όρος που καλύπτει μια ποικιλία πολιτικών κινημάτων και θεωριών, τών οποίων τα κοινά σημεία είναι ότι αντιτίθενται στη μοναρχία, τάσσονται υπέρ μιας αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης και πιστεύουν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, στις αξίες… … Dictionary of Greek
σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… … Dictionary of Greek
συνθετισμός — Ζωγραφική σχολή που πρωτοεμφανίστηκε στο Παρίσι το 1889 και πήρε το όνομά της από ένα άρθρο του τεχνοκρίτη Αλμπέρ Οριέ (Aurier), που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Οι ζωγράφοι που ανήκανε στη σχολή αυτή είχαν ως εντευκτήριό … Dictionary of Greek