-
1 πτόλεμος
-
2 πτολεμος
-
3 πτόλεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτόλεμος
-
4 πτόλεμος
πτολεμίζω, πτολεμιστής, πτόλεμος: see πολεμίζω, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πτόλεμος
-
5 πτόλεμος
πόλεμοςwar: masc nom sg (epic) -
6 φυγο-πτόλεμος
φυγο-πτόλεμος, poet, statt φυγοπόλεμος, den Krieg scheuend, feig, Od. 14, 213 u. sp. D.
-
7 φιλο-πτόλεμος
φιλο-πτόλεμος, poet. statt φιλοπόλεμος, Hom.
-
8 μενε-πτόλεμος
μενε-πτόλεμος, den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, muthig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 ( Plan. 173).
-
9 μακρο-πτόλεμος
μακρο-πτόλεμος, lange Krieg führend, Theocr. Syrinx (XV, 21).
-
10 θρασυ-πτόλεμος
θρασυ-πτόλεμος, kriegskühn, Ep. ad. 728 ( App. 201).
-
11 λιπο-πτόλεμος
λιπο-πτόλεμος, der den Krieg verlassen, aufgegeben hat, Nonn. D. 35, 389.
-
12 ἀ-πτόλεμος
ἀ-πτόλεμος, poet. für ἀ-πόλεμος, Hom. Iliad. 2, 201. 9, 35. 41; Eur. Med. 643 u. Sp.
-
13 ἐϋ-πτόλεμος
ἐϋ-πτόλεμος, = εὐπόλεμος, sp. D., wie Qu. Sm. 5, 320; Agath. prooem. 68 (IV, 3).
-
14 πόλεμος
πόλεμος, ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1, 177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter; auch καὶ φύλοπις, 18, 242; στείχειν εἰς πόλεμον φϑισήνορα, 2, 833; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13, 535; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3, 165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24, 8 Od. 13, 91; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5, 348, u. öfter; τεύχεσιν ἐς πόλεμον ϑωρήσσετο δακρυόεντα, 8, 388, u. oft ὁμοίιος; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17, 736; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2, 44; πολέμοιο νέφος, N. 10, 9 (wie Il. 17, 243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; χαλκοχάρμας, 5, 26, u. öfter; Tragg.: πόλεμον αἴρεσϑαι νέον, Aesch. Suppl. 337. 928; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20; Soph. Ant. 150; Streit, σᾷ δυςϑύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212; πόλεμον συγγόνῳ ϑέσϑαι, Eur. Or. 13; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter; Ar. u. in Prosa: πρός τινα, Her. 6, 2; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3, 2, 22; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Conv. 196 a; καὶ στάσις, Rep. V, 470 b; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66 c; πόλεμος ϑεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2, 3, 7 u. Folgde; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσϑαι, ἄρασϑαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.
-
15 πευκεδανός
πευκεδανός, πτόλεμος, Il. 10, 8, entweder der bittere, herbe Krieg, od. mit Buttm. Lexil. I, 17 der spitze, eindringende, verwundende, verderbliche Krieg, vgl. πεύκη. Opp. Hal. 2, 33 sagt aber πευκεδανὸς ϑάλασσα.
-
16 βύθιος
βύθιος, 1) was versenkt, in der Tiefe ist, κρηπῖδας βυϑίας πήξασϑαι Apollonid. 31 (IX, 791); βύϑιον ϑεῖναι, versenken, Bian. 8 (IX, 308); vgl. Luc. D. mar. 1, 3; βύϑιος ὑποδὺς εἰς ϑάλατταν Hermot. 71; vgl. δύτης βύϑιος Poll. 1, 97; von tiefer Stimme Plut. Crass. 23; auch = gründlich, λογισμός Philo. – 2) die Meerestiefe, das Meer betreffend, Κρονίδης β. Poseidon, Luc. epigr. 34; ναυμαχία, Seeschlacht, Apollond. 16 (IX, 296); πτόλεμος Opp. C. 2, 62: τέχνη, Fischerhandwerk, Hal. 3, 15; τὰ βύϑια, Meerthiere, Anth. VI, 182.
-
17 μάχη
μάχη, ἡ, Schlacht, Gefecht, Kampf; Hom. κυδιάνειρα, Il. 4, 225, δριμεῖα, 15, 696, καὶ φύλοπις, 13, 789, ἠδὲ πτόλεμος, 536, καὶ δηϊοτής, 7, 290, καὶ ἐνοπή, 16, 246, καὶ ἀνδροκτασίαι, 24, 548, καὶ ὑσμῖναι, Od. 11, 612; μάχην ἐμάχοντο, sie schlugen die Schlacht, Il. 15, 414; ϑήσονται περὶ ἄστυ μάχην, anordnen, 24, 402; ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, 9, 353. 12, 277, die Schlacht erregen, u. sonst in verschiedenen Vrbdgn. Auch vom Zweikampf, Il. 7, 263. 11, 255, u. so μάχη Αἴαντος, der Zweikampf mit Ajax, 11, 542, wie Hes. Sc. 361; auch allgemein, Streit, Wortstreit, Zank, wie man Il. 1, 177 deutet, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε. – Oft Pind. u. Tragg.; μάχης ἴδρις, Aesch. Ag. 434, μάχη δορός, 427, μάχην συνάψαι, Pers. 328; φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι vrbdt Soph. O. C. 1235; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Trach. 20; auch Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ant. 777; μάχην ποιεῖσϑαι, eine Schlacht liefern, Thuc. u. A.; auch διὰ μάχης ἔρχεσϑαι, Her. 6, 9; u. einfach ὅτε ἡ μάχη ἦν, Plat. Conv. 220 d, μάχης γενομένης, Legg. IX, 869 c; Xen. oft; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη, Plat. Legg. VIII, 633 d; auch μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσϑαι, Tim. 88 a; μάχην νικᾶν, in der Schlacht siegen, Xen. An. 2, 1, 4, wie Dem. 18, 193 κρατῆσαι τὴν μάχην, wo aber Bekker τῇ μάχῃ aus zwei mss. aufgenommen hat. – Bei Xen. An. 2, 2, 6, ἣν (ὁδὸν) ἦλϑον ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης, steht es für Schlachtfeld, eigtl. von Ephesus bis zur Schlacht marschirten sie 93 Tagereisen, u. nachher ἀπὸ τῆς μάχης ἐλέγοντο εἰς Βαβυλῶνα εἶναι στάδιοι ἑξήκοντα; s. noch 5, 5, 4.
-
18 ἀϋτή
ἀϋτή, ἡ, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei, dah. ἀυτή τε πτόλεμός τε, ll. 6, 328; die Schlacht selbst, 11, 802 Od. 11, 3834 wie Achill πύργος ἀϋτῆς heißt, Theocr. 22, 220; der Trompete, Aesch. Pers. 387; ὀξεῖα Pind. N. 9, 35. – Falsche Lesart ἀυτή Iliad. 16, 634 ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς· ἕκαϑεν δέ τε γίγνετ' ἀκουή, Scholl. Didym. ἀκουή: Ἀριστοφάνης ἀυτή.
-
19 ἀμφι-δαίω
ἀμφι-δαίω, Hom. Iliad. 6, 329 ἀυτή τε πτόλεμός τε ἄστυ τόδ' ἀμφιδέδηε, ist um diese Stadt entbrannt; 12, 35 τότε δ' ἀμφὶ μάχη ἐνοπή τε δεδήει τεῖχος ἐύδμητον; – ähnl. νέφος δυςμενέων Ap. Rh. 4, 397; κόνις δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes. Sc. 62.
-
20 αγριος
3 и 21) дикий(αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; ἔλαιον Soph.; τόπος Plat.)
μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτός Aesch. — вино из дикого винограда2) жестокий, свирепый, лютый, злой(ἀνήρ, πτόλεμος Hom.; δρακαίνης φύσις Eur.)
3) неукротимый, необузданный, грубый(θυμός Hom.; ἤθεα Her.; ὀργή Soph.; ἔρωτες Plat.)
4) мучительный, тяжелый(νόσος Soph.; τραύματα Eur.)
5) бурный, ужасный(νύξ Her.; χεῖμα Eur.)
См. также в других словарях:
πτόλεμος — ὁ, Α (επικ. τ.) βλ. πόλεμος … Dictionary of Greek
πτόλεμος — πόλεμος war masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυπτόλεμος — θρασυπτόλεμος, ον (Α) τολμηρός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ + πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος] … Dictionary of Greek
μακροπτόλεμος — μακροπτόλεμος, ον (Α) (κατά μεταφορά τού ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πτόλεμος (πρβλ. λιπο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος)] … Dictionary of Greek
μενεπτόλεμος — μενεπτόλεμος, ον (Α) αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερε πτόλεμος, φυγο πτόλεμος)] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
φερεπτόλεμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» πολεμικά πλοία, Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε πτόλεμος, φυγο… … Dictionary of Greek
pel-1, pelǝ-, plē- — pel 1, pelǝ , plē English meaning: full, to fill; to pour; town (?) Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Terpsimbrotos — is a type of linguistic compound (inflectional verbal compounds, German verbales Rektionskompositum ), on a par with the bahuvrihi and tatpurusha types. It is derived from a finite verbal phrase, the verbal inflection still visible at the… … Wikipedia
Неоптолем — (Neoptolemus, Νεοπτόλεμος). Сын Ахиллеса и Дейдамии, называемый также Пирром, т. е. “Белокурым”. Неоптолем сражался под Троей и был одним из героев, спрятавшихся в деревянном коне. Он убил Приама и дочь его Поликсену. При разделе добычи ему… … Энциклопедия мифологии
Neoptolemvs — NEOPTOLĔMVS, i, Gr. Νεοπτόλεμος, ου, ein Beynamen des Pyrrhus, des Sohns des Achilles. Hygin. Fab. 97. & Apollod. l. III. c. 12. §. 8. Er heißt von νέος, neu, und πτόλεμος für πόλεμος, der Krieg, so viel als ein neuer oder junger Soldat; und er… … Gründliches mythologisches Lexikon